Καλός άνθρωπος ήταν ο κυρ- Κώστας. Άκακος, με πολύ χιούμορ που το εξωτερίκευε κάθε τόσο, άνθρωπος με αγάπη για όλους. Είχε όμως ένα μεγάλο ελάττωμα . Αγαπούσε το κρασί ! Τι λέω αγαπούσε, το λάτρευε! Δεν υπήρχε μέρα και νύκτα που να μην βρίσκετε υπό την επήρεια της θελκτικής κρασοκατανύξεως.
Ακόμα και τότε όμως, που σωστό κουρέλι παραπατούσε ψάχνοντας τον δρόμο για να επιστρέψει στο σπίτι του, δεν έχανε τους ευφυείς αστεϊσμούς του, τα αθώα πειράγματα στους γείτονες αλλά και τον αυτοσαρκασμό με τον οποίο προσπαθούσε να μετριάσει κάπως την άβυσσο του οίνου στην οποίαν είχε περιέλθει .
Αγαπητός σε όλους άνθρωπος, που δεχόταν τα βλέμματα συμπαθείας ιδιαιτέρως όταν πίσω του έτρεχε η δόλια του η γυναίκα , να τον σπρώχνει , να του φωνάζει, να τον ευτελίζει δημοσίως τραβώντας τον από το χέρι , μέχρι να τον οδηγήσει στην είσοδο της οικίας τους όπου οι μεν, χάνονταν πίσω από την ερμητικά κλεισμένη πόρτα , οι δε φωνές τους ακούγονταν καθαρά πέριξ του οικοδομικού τετραγώνου.
Η γυναίκα του, δυστυχής και αυτή μαζί του, δεν άντεχε πλέον τον ευτελισμό να την καλούν να μαζέψει τον μεθυσμένο άντρα της από κάποιο πεζοδρόμιο η ακόμα χειρότερα από κάποιο εκ των οινοκαφενείων της κωμοπόλεως εξ’ εκείνων που μπαίνοντας το πρωί αρχίζεις με τον λαχταριστό καϊμακλίδικο καφέ, αλλά στο μέσω μπορείς να γευτείς ένα περιποιημένο τσιπουράκι, συνοδευόμενον μετά των ωραιοτάτων μεζέδων που σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αδύνατον να μην συντροφεύουν το ηδύποτο ,αλλά και τον πότη που τα απολαμβάνει… Καμιά φορά τα χαιρετίσματα προς την σύζυγο του κυρ- Κώστα , έρχονταν από τον ιδιοκτήτη του καφενείου που προσπαθούσε να τον πείσει να σηκωθεί να φύγει γιατί το κατάστημα έπρεπε να κλείσει και όσο του έλεγε πως είχε νυχτώσει ο κυρ- Κώστας τραυλίζοντας σχεδόν του απαντούσε:’’ σώπα ρε αδερφέ, πότε κιόλας;;;’’
Είπαμε όμως, ο κυρ- Κώστας ήταν καλός άνθρωπος! Κανείς δεν είχε διαφορετική γνώμη σε αυτό. Ήταν πονεμένος άνθρωπος. Όσα χρόνια το είχε ρίξει στο ποτό, τόσα ήταν ακριβώς τα χρόνια που ‘’κρίμασιν οις οίδε Κυριος’’, είχε νεκροφιλήσει το μικρότερο παιδί του ,μια πρωτοχρονιά , σαν και τούτη που ζούσε σήμερα, όταν ένα αυτοκίνητο είχε δρέψει τα άνθη της νεότητος του ατυχούς νεανία… Από τότε ο δυστυχής πατέρας, έπινε για να ξεχνά. Και όταν η επήρεια του οίνου παρερχόταν , ξαναέπινε για να ξαναξεχάσει… Πάραυτα όμως, ο χρόνος που διαδεχόταν τον παρελθόντα, ουδέποτε δώρισε στον κυρ- Κώστα την λήθη, την επούλωση της πληγής που τον κατέστησε οικτρόν θέαμα στα μάτια των συμπολιτών του. Βέβαια, η αρχή ήταν να ξεχάσει, έως ότου έφθασε να ξεχνά, που βρισκόταν το σπίτι του, η ακόμα χειρότερα ποια μέρα ήταν , σε ποιο δρόμο βρισκόταν , ποιος επιτέλους ήταν αυτός που τον χαιρετούσε από τον απέναντι δρόμο.
Είχε και ένα ακόμα γιο… Που τους είχε παρατήσει για τα μάτια μιας γυναίκας και δεν θυμόταν πως είχε γονείς πλέον! Απεδήμησεν εις χώραν μακράν , ως εκείνος ο άσωτος υιός της παραβολής και όταν πήγαν οι γονείς να τον συναντήσουν εκείνος, αρνήθηκε να τους δει , προτιμώντας να ζήσει τον έρωτα του διαγράφοντας για πάντα τους ανθρώπους που τον έφεραν στην ζωή. Το πήρε απόφαση και ο κυρ- Κώστας. Πάει είπε! Το ένα μου παιδί το κρατά για πάντα η γη και το άλλο μια γυναίκα… Αλλά , ο πόνος είναι πόνος και καμιά φορά είναι ίδιος και για τους ζωντανούς αλλά και για τους κεκοιμημένους!
Ακόμα και τότε όμως, που σωστό κουρέλι παραπατούσε ψάχνοντας τον δρόμο για να επιστρέψει στο σπίτι του, δεν έχανε τους ευφυείς αστεϊσμούς του, τα αθώα πειράγματα στους γείτονες αλλά και τον αυτοσαρκασμό με τον οποίο προσπαθούσε να μετριάσει κάπως την άβυσσο του οίνου στην οποίαν είχε περιέλθει .
Αγαπητός σε όλους άνθρωπος, που δεχόταν τα βλέμματα συμπαθείας ιδιαιτέρως όταν πίσω του έτρεχε η δόλια του η γυναίκα , να τον σπρώχνει , να του φωνάζει, να τον ευτελίζει δημοσίως τραβώντας τον από το χέρι , μέχρι να τον οδηγήσει στην είσοδο της οικίας τους όπου οι μεν, χάνονταν πίσω από την ερμητικά κλεισμένη πόρτα , οι δε φωνές τους ακούγονταν καθαρά πέριξ του οικοδομικού τετραγώνου.
Η γυναίκα του, δυστυχής και αυτή μαζί του, δεν άντεχε πλέον τον ευτελισμό να την καλούν να μαζέψει τον μεθυσμένο άντρα της από κάποιο πεζοδρόμιο η ακόμα χειρότερα από κάποιο εκ των οινοκαφενείων της κωμοπόλεως εξ’ εκείνων που μπαίνοντας το πρωί αρχίζεις με τον λαχταριστό καϊμακλίδικο καφέ, αλλά στο μέσω μπορείς να γευτείς ένα περιποιημένο τσιπουράκι, συνοδευόμενον μετά των ωραιοτάτων μεζέδων που σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αδύνατον να μην συντροφεύουν το ηδύποτο ,αλλά και τον πότη που τα απολαμβάνει… Καμιά φορά τα χαιρετίσματα προς την σύζυγο του κυρ- Κώστα , έρχονταν από τον ιδιοκτήτη του καφενείου που προσπαθούσε να τον πείσει να σηκωθεί να φύγει γιατί το κατάστημα έπρεπε να κλείσει και όσο του έλεγε πως είχε νυχτώσει ο κυρ- Κώστας τραυλίζοντας σχεδόν του απαντούσε:’’ σώπα ρε αδερφέ, πότε κιόλας;;;’’
Είπαμε όμως, ο κυρ- Κώστας ήταν καλός άνθρωπος! Κανείς δεν είχε διαφορετική γνώμη σε αυτό. Ήταν πονεμένος άνθρωπος. Όσα χρόνια το είχε ρίξει στο ποτό, τόσα ήταν ακριβώς τα χρόνια που ‘’κρίμασιν οις οίδε Κυριος’’, είχε νεκροφιλήσει το μικρότερο παιδί του ,μια πρωτοχρονιά , σαν και τούτη που ζούσε σήμερα, όταν ένα αυτοκίνητο είχε δρέψει τα άνθη της νεότητος του ατυχούς νεανία… Από τότε ο δυστυχής πατέρας, έπινε για να ξεχνά. Και όταν η επήρεια του οίνου παρερχόταν , ξαναέπινε για να ξαναξεχάσει… Πάραυτα όμως, ο χρόνος που διαδεχόταν τον παρελθόντα, ουδέποτε δώρισε στον κυρ- Κώστα την λήθη, την επούλωση της πληγής που τον κατέστησε οικτρόν θέαμα στα μάτια των συμπολιτών του. Βέβαια, η αρχή ήταν να ξεχάσει, έως ότου έφθασε να ξεχνά, που βρισκόταν το σπίτι του, η ακόμα χειρότερα ποια μέρα ήταν , σε ποιο δρόμο βρισκόταν , ποιος επιτέλους ήταν αυτός που τον χαιρετούσε από τον απέναντι δρόμο.
Είχε και ένα ακόμα γιο… Που τους είχε παρατήσει για τα μάτια μιας γυναίκας και δεν θυμόταν πως είχε γονείς πλέον! Απεδήμησεν εις χώραν μακράν , ως εκείνος ο άσωτος υιός της παραβολής και όταν πήγαν οι γονείς να τον συναντήσουν εκείνος, αρνήθηκε να τους δει , προτιμώντας να ζήσει τον έρωτα του διαγράφοντας για πάντα τους ανθρώπους που τον έφεραν στην ζωή. Το πήρε απόφαση και ο κυρ- Κώστας. Πάει είπε! Το ένα μου παιδί το κρατά για πάντα η γη και το άλλο μια γυναίκα… Αλλά , ο πόνος είναι πόνος και καμιά φορά είναι ίδιος και για τους ζωντανούς αλλά και για τους κεκοιμημένους!
Εκείνην την ημέρα ήταν Πρωτοχρονιά του έτους ……
και ο κυρ- Κώστας μόλις είχε ξυπνήσει και προσπαθούσε να συνέλθει λίγο από το
μεθύσι της προηγούμενης νύκτας. Και όταν έφυγε από το καφενείο, τις τελευταίες
ώρες πριν την αλλαγή του χρόνου , εκείνος πήγε μεν στο σπίτι του, αλλά σχεδόν
εκνευρισμένος είπε στην γυναίκα του ,να τον αφήσει γιατί ήθελε να σκεφθεί τα
προβλήματα του- αυτή ήταν η άμυνα του για να αιφνιδιάσει την γυναίκα του και να
προλάβει όσο μπορεί να καθυστερήσει την γκρίνια της- και μόλις
εκείνη μουρμουρίζοντας για την συμφορά της που τον έχει παντρευτεί μπήκε
στο δωμάτιο της κλείνοντας απότομα την πόρτα πίσω της, εκείνος χώθηκε σχεδόν
κάτω από το τραπέζι της κουζίνας και με χέρια που έτρεμαν από το μεθύσι αλλά
και την λατρεία του για εκείνην , ανέσυρε την νταμιτζάνα που την
είχε για τις περιπτώσεις που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να φύγει από το
σπίτι και κοιτώντας την με βλέμμα ευγνωμοσύνης της είπε:
-Άντε και καλή χρονιά να χουμε, μαζί θα αλλάξουμε το
χρόνο.
Ευτυχώς ήταν γυρισμένος και δεν είδε το φάσκελο που
εκτοξεύθηκε απότομα από το δωμάτιο της γυναίκας του με παραλήπτη τον
ίδιο… Θα μου πεις και να το βλεπε τι θα έκανε; Απλά, θα το είχε δει, όπως
και τόσα άλλα… Έτσι άλλαξε τον χρόνο ο κυρ- Κωστής συζητώντας χαμηλόφωνα με την
σύντροφο των τελευταίων χρόνων και όταν τον ρωτούσες βρέ κυρ- Κώστα ποια
διαλέγεις τελικά την γυναίκα σου η την νταμιτζάνα, εκείνος μειδιώντας
απαντούσε:’’ Θέλει και ρώτημα βρέ αδερφέ, εκείνην ασφαλώς που της λες τόσα και
δεν σου απαντάει τίποτα, την νταμιτζάνα δηλαδή’’ !
Το πρωί εκείνης της Πρωτοχρονιάς, σηκώθηκε με κέφι πλύθηκε ,
ξυρίστηκε, ετοιμάσθηκε να πάει στην Εκκλησία, είδε ξαφνικά την κυρά του να
ετοιμάζεται και εκείνη για την Θεία Λειτουργία, της είπε ένα κοφτό χρόνια πολλά
καλή χρονιά και ταυτόχρονα έκανε το σταυρό του , αφήνοντας εμάς να διερωτώμεθα
αν τον έκανε για την αλλαγή του χρόνου η για το πρώτο συναπάντημα που είχε
πρωτοχρονιάτικα με την γυναίκα του… Η αλήθεια είναι πως πήγαν μαζί στην
Εκκλησία. Μπήκε ευλαβικά στο Ναό, άναψε κερί και προσευχήθηκε μυστικά , στον
Θεό.
Κάθισε σε μια θέση και παρακολουθούσε την Θεία Λειτουργία
και μόνο εκεί που ο λειτουργός δέεται για την ανάπαυση των προσφιλών προσώπων
μας που κίνησαν τον δρόμο για τον ουρανό, εκείνος σκεπτόταν το γιο του που
έκανε γιορτές στον ουρανό, και κάνοντας τον σταυρό του, άφηνε έναν βαθύ
αναστεναγμό που ίσα- ίσα ακουγόταν στα μπροστινά
καθίσματα. Και όταν ήρθε κοντά του η γυναίκα του για να του ζητήσει
συγνώμη να πάει να μεταλάβει, εκείνος που δεν μνησικακούσε έναντι ουδενός,
επισήμως έδινε την ευχή του χαμογελώντας της. Είχε βάλει κανόνα στον εαυτό ο
ευλογημένος άνθρωπος, να μην κοινωνήσει αν δεν κόψει τελείως το ποτό. Και τον
κρατούσε τον κανόνα μιας και είπαμε, ελάχιστες ήταν οι ώρες της μέρας που ήταν
νηφάλιος.
Απόλυσε η λειτουργία και η μεν κυρά του, έφυγε για το σπίτι,
εκείνος πήρε κατευθείαν τον δρόμο που οδηγούσε στο καφενείο. Είχε φίλους εκεί,
έπρεπε να ευχηθεί, πώς να το κάνουμε; Πριν φύγει από το σπίτι όμως, είχε πάρει
μαζί του όσα χρήματα είχαν εκεί, κάμποσο ποσό, και τι νομίζετε πως είχε
σκεφθεί; Να φύγει το πρωί και να περιοδεύσει αν όχι όλα , τα περισσότερα
ουζοκαφενεία της κωμοπόλεως να πιεί , να πιεί όσο μπορούσε περισσότερο και να
ξεχάσει πως ήταν πρωτοχρονιά. Κίνησε από το πρώτο και μετά τις καθιερωμένες
ευχές, αγκαλιάστηκε με την μπουκάλα και δεν έλεγε να χωρίσουν…. Μετά
πήγε σε άλλο και αργότερα, όταν πλέον μεσημέριαζε έφθασε και σε τρίτο.
Φθάνοντας περιχαρής στην είσοδο, είδε μιαν γυναίκα να
επαιτεί. Παρά τα χάλια του , διότι πώς να το κάνουμε, τόση ώρα πιοτού δεν είναι
και λίγο, διέκρινε πως η γυναίκα ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένη και το βλέμμα της
μαρτυρούσε άνθρωπο πληγωμένης αξιοπρέπειας που η ανάγκη τον οδήγησε να κάνει
ότι πριν λίγα χρόνια δεν μπορούσε να περάσει από το μυαλό του : να επαιτεί ,
ζητώντας την βοήθεια των συνανθρώπων του… Έχει η ζωή μεγάλες
ανατροπές! Ιστορίες δραματικές στις οποίες πρωταγωνιστές , είναι οι άνθρωποι
της διπλανής μας πόρτας, μιας πόρτας που κλείνοντας, εσωκλείει ένα άγνωστο
στους περίοικους δράμα! Και τέτοια δράματα, πίστεψε με , υπάρχουν πολλά γύρω
μας τα οποία δεν γνωρίζουμε…
Το ένα του πόδι, είχε ευθυγραμμιστεί με την είσοδο του
καταστήματος, το άλλο , διστακτικά, θέλησε να πλησιάσει την άγνωστη γυναίκα.
Τελικά , το πρώτο, ακολούθησε το δεύτερο και ο κυρ- Κώστας πλησίασε
παραπατώντας. Ωστόσο, ήταν σε θέση να ακούσει την έκφραση ευγνωμοσύνης της
άγνωστης γυναίκας της αποδέκτριας της φιλανθρωπίας του. Τον συγκίνησε μια φράση
της… Ο Θεός να συγχωρεί τα πεθαμένα σου…
Μπήκε μέσα στο καφενείο και βρήκε έναν , δύο φίλους του,
κοινούς θαυμαστές της ψεύτικης ευτυχίας που προσφέρει η οινοποσία. Κάθισε στο
τραπέζι τους και κουβέντιαζαν. Ένα ουζάκι τον συντρόφευε σε αυτήν την παρέα.
Έφερε την κουβέντα στην άγνωστη γυναίκα που βρισκόταν απ’ έξω εκλιπαρώντας την
ανθρώπινη ευσπλαχνία. Τότε, ο εις εκ των δύο συνδαιτυμόνων του στο
πρωτοχρονιάτικο αυτό συναπάντημα , του μίλησε για αυτή την γυναίκα που έτυχε να
γνωρίζει. Του είπε πως αυτή η γυναίκα, πριν λίγα χρόνια άπλωνε το χέρι που
σήμερα επαιτούσε , για να δώσει βοήθεια σε άλλους ανθρώπους που είχαν ανάγκη.
Ώσπου η ανάγκη ήρθε να κτυπήσει την πόρτα και του δικού της σπιτιού. Και η
αξιοπρεπής γυναίκα, προτίμησε να απλώσει το χέρι στους άλλους , για να ζήσει
όχι η ίδια αλλά τρία μικρά παιδιά ορφανά που ο Θεός, αποφάσισε να της στείλει
να μεγαλώσει όταν οι γονείς χάθηκαν σε ένα απρόσμενο τροχαίο δυστύχημα. Την
ίδια χρονιά που και εκείνος έχασε τον μικρότερο γιο του, ακριβώς με τον ίδιο
τρόπο….
Δεν χρειάσθηκε να ακούσει περισσότερα… Ήταν η μοναδική φορά
που το ποτήρι του, δεν άδειασε… Ρώτησε , έμαθε και πήγε ! Βρήκε το σπίτι. Ότι
είχε κρατημένο για να πιει , ένα μέρος το έδωσε σε τρόφιμα που πήγε ,
τρεκλίζοντας, ναι τρεκλίζοντας να αγοράσει για αυτή την οικογένεια.
Πήρε και γλυκά και δωράκια για τα μικρά που στην αρχή όταν τον είδαν τρόμαξαν,
αλλά στην συνέχεια τον πέρασαν σαν άγιο- Βασίλη, έστω και μεθυσμένο! Τα
υπόλοιπα χρήματα, τα άφησε στην απορημένη γυναίκα. Και όταν κίνησε για το σπίτι
του με άδειες τσέπες αλλά με γεμάτη ευτυχία καρδιά, δεν παραπατούσε πλέον, αλλά
ευθυτενής όπως κάποτε, στα παλιά περασμένα χρόνια, εκείνη την πρωτοχρονιά
αποφάσισε να χωρίσει…
Χώρισε την αγαπημένη του νταμιτζάνα, μετά από χρόνια
συμβίωσης και ένας άλλος άνθρωπος πλέον, στάθηκε πατέρας ο ίδιος μαζί με την
γυναίκα του στα ορφανά που είχε συναντήσει… Τα είδε να μεγαλώνουν. Τα είδε να
ανδρώνονται και τις άλλες πρωτοχρονιές που ήρθαν, πιασμένος χέρι, χέρι με την
γυναίκα του, έκανε τον σταυρό του και της έλεγε:’’ για θυμήσου, τόσα χρόνια
μεθυσμένος δεν μπορούσα να βρω το δρόμο για το σπίτι και μέσα από το μεθύσι μου
βρήκα τον δρόμο που με οδήγησε στα τρία μας παιδιά! Δύο χάσαμε, τρία μας ήρθαν,
είδες κυρά;
Κάποτε, αν φθάσεις στην κωμόπολη του κυρ- Κώστα, ίσως να τον
συναντήσεις να περπατά, μόνος πλέον μιας και η κυρά πήγε να βρει το γιο της
στον ουρανό , να περπατά ευθυτενής παρά τα χρόνια που τον δεσμεύουν και να
καλημερίζει του γύρω του ευτυχισμένος. Είδε εγγόνια απ’ τα ορφανά που ανέλαβε.
Και αν τον ρωτήσεις τι κάνει και πως τα περνά, με χαμόγελο θα σου απαντήσει….
Κάτσε να σου πω μια ιστορία μιας πρωτοχρονιάς που κράτησε για πάντα….
π. Θωμάς Ανδρέου
- Δημοσιεύθηκε στο Amen.gr την 1ην
Ιανουαρίου 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου