Πριν αρκετό καιρό, κάποιος κληρικός βρέθηκε στο νοσοκομείο της πόλεως του , εκτελώντας το ποιμαντικό καθήκον, επισκέψεως ασθενούς ενορίτου του. Συνήθως στις περιπτώσεις αυτές, όταν συναντούν κληρικό στον διάδρομο του νοσοκομείου, οι συγγενείς παρακαλούν τον Ιερέα να μνημονεύσει το όνομα του ασθενούς, πολλές φορές δε, αν αυτό είναι εφικτό ακόμα και να προσευχηθεί για λίγο δίπλα στον άνθρωπο που εκείνες τις ώρες χρειάζεται δύναμη, παρηγοριά και ελπίδα.
Στην επίσκεψη του τότε, τον πλησίασε ένας άγνωστος νέος, ο οποίος αφού πρώτα με σεβασμό τον χαιρέτισε, ζήτησε για λίγο να του μιλήσει ιδιαιτέρως. Δεν θα μπορούσε να μην δεχθεί και έτσι στάθηκαν σε ένα σημείο του ορόφου εκείνου ώστε ο άνθρωπος να του μιλήσει. Νοσηλευόταν στην εντατική του νοσοκομείου η μητέρα του. Άνθρωπος πίστεως σε όλη της την ζωή! Όσο είχε τις αισθήσεις της , είχε εξομολογηθεί και είχε κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Όμως σε κάποια στιγμή ο οργανισμός της οδηγήθηκε σε κωματώδη κατάσταση.. Οι γιατροί είχαν αποφανθεί πως η γυναίκα ήταν εγκεφαλικά νεκρή. Του είπαν λοιπόν πως από κάποια στιγμή και μετά, θα έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία της παύσεως λειτουργίας των μηχανημάτων που την κρατούσαν στην ζωή...
Πριν όμως από αυτό του πρότειναν ως είχαν χρέος, την μεταμόσχευση όσων οργάνων θα μπορούσαν να μεταμοσχευθούν σε κάποιον άλλον ασθενή. Ο άνθρωπος, έβλεπε την μητέρα του να κείτεται στο κρεβάτι διασωληνομένη και δεν είχε κανέναν τρόπο να την βοηθήσει. Βρέθηκε στο μεγάλο αυτό δίλημμα, αν θα έπρεπε να συνηγορήσει στην επίσπευση του θανάτου της μητέρας του, μέσα από την διαδικασία της μεταμοσχεύσεως των ζωτικών της οργάνων, η αν θα έπρεπε να αφήσει τον χρόνο να μιλήσει.
Δεν ήξερε τι να κάνει... Να αρνηθεί την μεταμόσχευση των οργάνων της μάνας που τον έφερε στην ζωή, ή να δεχθεί με τον θάνατο της δικής του μητέρας να δώσει ζωή σε άλλους ανθρώπους που βρίσκονταν σε αναμονή ενός μοσχεύματος που θα τους κρατούσε στην ζωή... Έπρεπε να συνηγορήσει στην επίσπευση του άφευκτου θανάτου της μητέρας του, ώστε με τον τρόπο αυτό να ζήσουν κάποιοι άλλοι συνάνθρωποι... Ο χρόνος σε αυτές τις περιπτώσεις δεν περνά! Ακόμα και όταν οι δείκτες ενός ρολογιού κινούνται εμπρός, οι αναμνήσεις σε γυρνούν πίσω...
Σκεπτόταν τις ημέρες του παρελθόντος με την μητέρα του, το στήριγμα της ζωής του να του κρατά το χέρι στις ώρες των δικών του θλίψεων, θυμόταν την Μάνα να του χαμογελά δίνοντας του κουράγιο στις στιγμές της απελπισίας του, θυμόταν την Μάνα γονατισμένη εμπρός στα εικονίσματα του σπιτιού να προσεύχεται για το παιδί της και ξαφνικά την έβλεπε όπως ήταν τώρα... Γαλήνια, να περιμένει την συνάντηση με τον δημιουργό της... Ήσυχα και αθόρυβα, όπως έζησε την ζωή της....
Σήκωσε τα μάτια του, που είχαν πλημμυρίσει από τα δάκρυα και είδε τον Ιερέα με τα χέρια υψωμένα να παρακαλεί τον Αρχηγό της Ζωής και του Θανάτου για την ψυχή εκείνην που βρισκόταν λίγα μέτρα παρακάτω. Ο χρόνος.... ο χρόνος που δεν μπορεί να πάρει μαζί του στο πέρασμα του αυτά που οι άνθρωποι αφήνουν στην μνήμη! Τι μπορούσε να κάνει; Τι έπρεπε να κάνει; Πως να δεχθεί με την δική του υπογραφή η Μάνα να φύγει... Σε κάποια στιγμή, αισθάνθηκε το χέρι του Ιερέως στον ώμο του. Κοίταξε και είδε την γαληνεμένη μορφή του.
- Παιδί μου, του είπε ο Ιερεύς, Είναι δύσκολες οι ώρες αυτές που περνάς... Η μητέρα σου φεύγει για την αληθινή ζωή, την ζωή στην οποίαν πίστευε πάντοτε.. Κάνε κουράγιο! Και να θυμάσαι πάντοτε, πως δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψει ποτέ...
Λίγο αργότερα, ζήτησε να υπογράψει ώστε να προχωρήσει η διαδικασία της μεταμόσχευσης των ζωτικών οργάνων της μητέρας του, σε ανθρώπου στους οποίους ο δικός της θάνατος θα έδινε ζωή. Όταν αυτό τελείωσε, έφυγε από το νοσοκομείο, αφού πρώτα τακτοποίησε όσες εκκρεμότητες θα προέκυπταν από αυτό. Πήγε στο σπίτι του καταρρακωμένος... Κοίταξε το ρολόι, η Μητέρα ήταν πια στον Ουρανό... Ξάπλωσε στον καναπέ του σπιτιού του κοιτάζοντας την Μητέρα του, να του χαμογελά μέσα από την φωτογραφία της που βρισκόταν απέναντι του.... Δεν ήξερε, αν έπρεπε να της ζητήσει συγνώμη... Δεν ήξερε αν θα τον συγχωρούσε... Αποκοιμήθηκε...
Ένα όνειρο τον συντρόφεψε στις τραγικές αυτές ώρες της ζωής του. Είδε την Μάνα, χαμογελαστή όπως πάντοτε, να του χαϊδεύει τα μαλλιά και την άκουσε να του λέει αυτό που πάντοτε ήθελε να ακούει από τα χείλη της όταν αυτός πονούσε : παιδί μου σ' αγαπώ......
π. Θωμάς Ανδρέου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου