Από χθες βρίσκομαι σε μια μελαγχολία, σκεπτόμενος την ημέρα εκείνη της 29ης Μαΐου του 1453, ημέρα κατά την οποία, άλλαξε η πορεία του Ευρωπαϊκού κόσμου. Διαβάζοντας το υπέροχο ‘’Χρονικόν’’ του Γεωργίου Σφραντζή, μετέπειτα μοναχού Γρηγορίου, ο οποίος κοιμήθηκε ειρηνικά στην Κέρκυρα, πιθανόν το 1480, αντιλαμβάνεσαι το πραγματικό μέγεθος μιας παγκόσμιας καταστροφής. Της καταστροφής μιας άλλης ‘’Ατλαντίδος’’ που μετά από 10 αιώνες ζωής χάθηκε εκείνο το ξημέρωμα της Τρίτης 29ης Μαΐου. Αφήνω την πένα του Σφραντζή να πάρει την σκέψη μου και να την φέρει πίσω.
Είναι να απορεί κανείς, πως τόσα χρόνια Πολιτισμού, χάθηκαν μέσα σε λίγες μόνον ώρες. Από τις 24 Μαΐου, γράφει ο Σφραντζής, οι βυζαντινοί γνώριζαν πως στις 29 του ίδιου μήνα, ο Αμιράς, ο Μωάμεθ β’ ο Πορθητής, θα εισέβαλε στην Πόλη. Τι μπορούσαν όμως να κάνουν; Εγκαταλελειμμένοι απ’ όλους, πεινασμένοι, διψασμένοι, προσπαθούσαν να κρατηθούν στις απανωτές επιθέσεις του Αμιρά και των πολυπληθών στρατευμάτων του…
Για να εμψυχώσει τους κουρασμένους στρατιώτες του να συνεχίσουν την πολιορκία μέχρι τέλους σκέφτηκε να τους δελεάσει… Τρεις μέρες τους έδωσε να συλήσουν ότι θα έβρισκαν μπροστά τους, χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς! Πίσω από τα τοίχοι της Βασιλεύουσας, δεν γνώριζαν τι υπήρχε! Μάντευαν όμως και σκύλιαζαν σκεπτόμενοι τα μαλάματα και τους υπόλοιπους θησαυρούς που κρύβονταν μέσα στην Κωνσταντινούπολη… Για λίγο, άφησα την σκέψη μου, να γυρίσει πίσω. Και άκουσα τον Σφραντζή, τον γραμματικό του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, να θρηνεί πάνω από τα χαλάσματα μιας Πόλεως που ακόμα και σήμερα όταν την επισκεφθείς, λίγο τα μάτια σου αν κλείσεις, θα τους δεις όλους εκεί, αναστημένους από την πλάνα φαντασία να σε καλούν να βοηθήσεις και συ ,να μην πέσει η Πόλη.
Και όσο εκείνοι αλάλαζαν έξω από τα Θεοδοσιανά τείχη, τόσο οι Βυζαντινοί, φέρνοντας μαζί τους εικόνες και άγια λείψανα, προσευχόντουσαν λέγοντας γονατιστοί, Κύριε ελέησον! Όμως, ο Θεός θέλησε να την πάρει από εμάς… Εκείνος μόνο γνωρίζει το γιατί. Και έμεινε μόνος ο Δραγάσης, ο Κωνσταντίνος ο ΙΑ' να παρακαλεί γονατιστός όχι για εκείνον, εκείνος είχε πεθάνει από την στιγμή που έφευγε από τον Μυστρά για να ενθρονιστεί στην Πόλη. Δεν προσευχόταν για εκείνον… προσευχόταν για εκείνη την Πόλη, που έγινε αιτία να πιστέψουν σε Χριστό οι Ρώς και να πάρουν τον Χριστό στις ψυχές τους, στα 988 μ.Χ. ώστε σήμερα να λένε και αυτοί πως διεκδικούν την Τρίτη Ρώμη, λες και υπήρχε ποτέ δεύτερη…
Ο Παλαιολόγος, σαν είδε την μεγάλη μοναξιά του, αναστέναξε. Και με μάτια δακρυσμένα τους είπε: "Ξέρετε καλά, αδέρφια πως για τέσσερις λόγους αξίζει να πεθάνει κανείς: για την Πίστη, για την Πατρίδα, για τον Χριστό και τον Βασιλέα και για τους συγγενείς και τους φίλους’’… Αυτά και άλλα πολλά τους είπε και όταν τελείωσε έκανε το σταυρό του και με την άκρη του ματιού του κοίταξε στο μισοσκόταδο τον εκεί που διαγραφόταν ο τρούλος της Μεγάλης Εκκλησίας εκεί όπου πριν λίγο είχε κοινωνήσει τον Χριστό…
Η μάχη ξεκίνησε λυσσαλέα. Ο Κωνσταντίνος, έχοντας βγάλει από πάνω του τα βασιλικά ενδύματα, φορώντας μόνο το χιτώνιο του, σαν απλός στρατιώτης, με το σπαθί στο χέρι έπεσε θεριό αφιονισμένο θαρρείς πάνω τους να τους φάει. Και ο χρόνος κυλούσε δραματικά, αλλά με αντίστροφη μέτρηση για την Πόλη.
Και την στιγμή που κάπως πήγαιναν να αναθαρρήσουν ,εκείνην την ώρα λαβώθηκε ο Ιουστινιάνης, που έκανε το λάθος να εγκαταλείψει την θέση του. Όταν οι υπόλοιποι είδαν τον Ιουστινιάνη να υποχωρεί, έχασαν το θάρρος τους… Τι κι αν με κλάματα και φωνές άγριες ο Παλαιολόγος τους διέταζε να γυρίσουν στις θέσεις τους… Εκείνοι πλέον είχαν αποκάμει μετά από 57 μέρες συνεχιζόμενου σφυροκοπήματος.
Και τότε ακούστηκε θρηνητική κραυγή που έκανε την Κυρά των Βλαχερνών να δακρύσει, ‘’η Πόλις εάλω’’! Φρίξον Ήλιε, στέναξον γη, η Πόλις χάθηκε, το κλάμα, ο θρήνος και ο αναστεναγμός κίνησαν από τα τείχη και φτάσαν μέχρι την Μεγάλη Εκκλησία εκεί όπου τα γυναικόπαιδα και οι γερόντοι προσεύχονταν να μην δουν αυτό το στολίδι του κόσμου να πέφτει στα χέρια των αλλοπίστων. Και έπεσε στην μάχη ο Παλαιολόγος και την ώρα που τα μάτια του έκλειναν στην γη έβλεπε τους προκατόχους του να τον περιμένουν στην Πύλη του Παραδείσου, τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό, τον Νικηφόρο Φωκά…
Μέσα σε λίγες μόνο ώρες, τα πάντα είχαν χαθεί. Ακόμα και ο ίδιος ο Αμιράς, όταν μπήκε στην Πόλη, κατάλαβε τι έγκλημα είχε κάνει αφήνοντας τους να την συλήσουν βάναυσα… Διέταξε να βρουν το τιμημένο βασιλικό σώμα, το οποίον αναγνώρισαν από τις βασιλικές περικνημίδες που ‘χαν τον δικέφαλο αετό κεντημένο πάνω τους και διέταξε να τον θάψουν με τιμές. Θάβοντας εκείνη την ώρα τον Παλαιολόγο, έθαβε μαζί του χίλια χρόνια πολιτισμού, χίλια ολόκληρα χρόνια προσφοράς στην ανθρωπότητα…
Έτρεμε το γέρικο χέρι του Σφραντζή ,την ώρα που ολοκλήρωνε τα χειρόγραφά του… Αισθάνθηκε το θάνατο γλυκό να θέλει να τονε πάρει μαζί του. Θυμήθηκε τον Βασιλέα του, την Μεγάλη Εκκλησία, την εφτάλοφο Πόλη των Πόλεων και αναστέναξε. Τρέμοντας, συνέχισε να γράφει: ’’Τέλος του παρόντος ιστορικού, ήγουν χρονικού βιβλίου, που συνετέθη από εμένα το συγγραφέα του, κατόπιν αιτήσεως μερικών ευγενών Κερκυραίων, οι οποίοι με παρεκάλεσαν να μην καλύψω με σιγή ,αυτά που γνώρισα με τα ίδια μου τα μάτια ή άκουσα ή διάβασα. Έτσι το έγραψα ιδιοχείρως και το κατέθεσα στα χέρια του ευλαβεστάτου Ιερέα Αντωνίου. Όσοι το διαβάσετε ευχηθείτε για μένα στον Θεό, αν είναι κάτι λανθασμένο. Τα γηρατειά μου και η βαριά μου αρρώστια δεν με άφησαν να το διορθώσω καλά. Εγράφη το έτος 6986 από κτίσεως κόσμου(1478 μ.Χ), στις 29 Μαρτίου κατά την ενδεκάτη ινδικτίωνος….’’
π. Θωμάς Ανδρέου
Δημοσιεύθηκε στο Amen.gr την 31ην Μαΐου 2011
1 σχόλια:
Ο πονος ειναι μεγάλος...αλλα ο πόθος μεγαλύτερος
Δημοσίευση σχολίου