Είναι αλήθεια, πως ο άνθρωπος όσο εύκολο του είναι να αμαρτάνει, τόσο δύσκολο είναι να εξομολογηθεί την αμαρτία του. Πολλές φορές διστάζει, αρνείται πεισματικά να παραδεχθεί το λάθος και τελικά ο θάνατος, αυτός ο απρόσκλητος και ανεπιθύμητος ,αναπόφευκτος επισκέπτης, ο κλέφτης της νύχτας, έρχεται να πιάσει τον άνθρωπο στα δολερά δίκτυα του και να τον πάρει από την ζωήμ, χωρίς εκείνος να έχει προφτάσει να αναζητήσει και τελικά να βρει την Θεία εξιλέωση... Ακόμα και όταν φθάσει μπροστά στον Θεό, γυμνός και τετραχιλισμένος στα μάτια Του, δεν μπορεί να εκφράσει την πράξη που τον βαραίνει.
Η ντροπή! Το αποτέλεσμα του εξόριστου ανθρώπου από τον παράδεισο, η αντίληψη της αμαρτίας, δένει την γλώσσα ακόμα και μέσα στην εξομολόγηση. Και τότε ο πνευματικός, σαν άλλος αρχαίος Σωκράτης, οφείλει να διερευνήσει τα άδηλα και τα κρύφια της καρδίας του εξομολογημένου και κάνοντας χρήση της μαιευτικής Σωκρατικής μεθόδου, να απαλλάξει τον άνθρωπο από το βάρος της αμαρτίας. Δίνει ευκαιρίες ο Θεός , μέσα το άπειρον έλεος και την Θεία Φιλανθρωπία. Αρκεί, να τις εκμεταλλευτεί πρώτος ο άνθρωπος, προ της επισκέψεως του θλιβερού και οδυνηρού επισκέπτου τον οποίον ήδη εμνημονεύσαμεν .
Πνευματικός τις, υπακούων στο κέλευσμα του επισκόπου του, περιήλθε τα χωριά της επαρχίας ώστε να εξομολογήσει τους αναμένοντας τούτο πιστούς. Άκουσε, είδε την μετάνοια και στην εκτέλεση του υψηλοτάτου καθήκοντος, έγινε η γέφυρα μεταξύ της ανθρώπινης μετάνοιας και της Θείας Φιλανθρωπίας.
Σε κάποιο χωριό απόμακρο και μικρό, με λίγους πλην ευσεβείς κατοίκους, αφού δέχθηκε τις εξομολογήσεις μερικών ευσεβών γυναικών, στο τέλος παρουσιάστηκε μπροστά του, γηραλέος επίτροπος του Ναού, έχων συμπληρώσει πολλές δεκαετίες αφιλοκερδούς διακονίας στον Ναό τον οποίον με χαρά πρόσεχε σαν τον σπίτι του.
Πλησίασε τον πνευματικό και ζήτησε να εξαγορευθεί τις αμαρτίες του. Παρά το ότι ήτο προβεβηκώς τη ηλικία , ουδέποτε είχε εξομολογηθεί στην μακρόχρονη ζωή του Το είπε αυτό στον πνευματικό όταν εκείνος τον ρώτησε τι είχε να του πει.
-Δεν έχω τίποτα παππούλη μου... Γέρασα πια.. Έκανα παιδιά, έκανα εγγόνια, έζησα την ζωή μου...
- Πόσο χρονών είστε, τον ρώτησε ο πνευματικός...
-Ογδόντα επτά, απάντησε εκείνος περιχαρής!
-Καλά, συνέχισε ο πνευματικός, τόσα χρόνια δεν αισθάνεστε πως κάνατε κάτι που να σας βαραίνει;
- Όχι, απάντησε ο γέρων... Αλλά το όχι αυτό, κάτι έκρυβε καλά ασφαλισμένο μέσα του, κάτι που δεν διέλαθε της προσοχής του πνευματικού... Όμως, τον άνθρωπο ο Θεός δεν τον εξαναγκάζει! Και ασφαλώς ούτε ο άνθρωπος τον συνάνθρωπο..
Σκέφτηκε για λίγο ο πνευματικός. Μέσα του, κάτι του έλεγε πως ο άνθρωπος ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να πει... Το αποτέλεσμα της μεταπτωτικής αντιλήψεως της προπατορικής γύμνιας που προείπαμε... Τι μπορούσε όμως να κάνει; Πως θα έπειθε τον γέροντα ότι ο θάνατος εγκύς εστίν και πως ότι αφήσουμε το παίρνουμε μαζί μας;
-Καλά, είπε στον γέροντα που αισθανόταν την παρουσία του εκεί, ως πρόγευση της μελλούσης κρίσεως... Τι να σας πω... Αφού δεν έχετε να πείτε κάτι, να πάτε στην ευχή του Θεού...
Σηκώθηκε ο γέροντας να φύγει... Αλλά το μυαλό του πνευματικού προσπαθούσε να βρει τρόπο ώστε ο άνθρωπος που φαινόταν πως είχε κάποιο βάρος, να το πει, να φύγει από επάνω του να χαθεί από τας δέλτους των ανθρωπίνων αμαρτιών. Την ώρα που ο γέρων έφθανε στην έξοδο του Ναού, ο πνευματικός έκανε τον Σταυρό του!
-Συχώρα με Κύριε ψέλλισε μέσα από τα χείλη του... Κάτι είχε σκεφθεί! Αλλά αυτό το κάτι ίσως έσωζε μια ψυχή... Εκεί που καθόταν ο πνευματικός σχεδόν από επάνω του κρέμονταν ο κεντρικός πολυέλαιος της Εκκλησίας. Με μιαν αιφνίδια κίνηση και χωρίς να τον δει ο γέρων που έφθανε στην έξοδο του Ναού, πιάνει ο πνευματικός το πόμολο της βάσης του πολυελαίου στην απόληξη του και μια και δυο πιάνει και κουνά με δύναμη τον μεγάλο πολυέλαιο.
- Παππού , φώναξε με δύναμη ο πνευματικός! Ο άνθρωπος γύρισε ξαφνιασμένος.
-Ορίστε παππούλη, είπε στον πνευματικό που είχε ξαναπάρει ήδη την θέση του στο σημείο όπου πριν καθόταν με τον άνθρωπο.
-Για δες εδώ! Ο πολυέλαιος πάει πέρα - δώθε!
Ο άνθρωπος τα έχασε προς στιγμήν.
- Πως κουνιέται; Μήπως ο αέρας, είπε στον πνευματικό. Μήπως ο παππάς που περιμένει απέξω να κλείσει την Εκκλησία;
- Παππού! Είπε αποφασιστικά ο Ιερεύς. Εδώ μέσα είμαστε εγώ , εσύ και ο Ταξιάρχης!( Ο Ναός τιμούσε τον Μέγα Αρχιστράτηγο) . Αυτό, είναι σημάδι! Για κάτσε ξανά να δούμε μην ξεχάσαμε κάτι και τούτο εδώ μας το θυμίσει...
Κάθισε ξανά στο κάθισμα ο γέρων... Σχεδόν άπνους , έχων στυλωμένους τους οφθαλμούς του, παρατηρούσε το ανεξήγητο για εκείνον φαινόμενο.... Είχε αγαθή καρδία ο γέρων! Δεν έπρεπε να χαθεί!
Κίνησε να μιλά στον πνευματικό με τα λόγια της ψυχής του να ρέουν όπως το καθάριο ποτάμι που ασυγκράτητο τρέχει να ποτίσει την διψασμένη γη. Μιλούσε και ξάφνου τα δάκρυα της μετανοίας, ήρθαν να επισφραγίσουν πως τελικά, η ανορθόδοξος, του Ορθοδόξου Ιερέως πράξις είχε γίνει αιτία μιας εξομολόγησης που σαν αυτή , την εξομολόγηση καρδιάς, δεν είχε ο Κληρικός ξανακούσει...
Είπε, είπε και ήρθε και ξαλάφρωσε ο γέρων που με την εξομολόγηση του, γύρισε τον χρόνο δεκαετίες πίσω. Μίλησε μέσα από την καρδιά του αφήνοντας τα δάκρυα να επιβεβαιώνουν ότι ο άνθρωπος βαραίνει από την αμαρτία και πως ο Θεός, δεν θέλει να χαθεί ούτε μια ψυχή! Όταν τελείωσε, έσκυψε να φιλήσει το χέρι του πνευματικού και αυθόρμητα του λέει:συχώρα με!
-Σχώρα με και σύ, του λέει σιγανά ο πνευματικός, αλλά ο γέρων ούτε που το άκουσε μέσα στο ξέσπασμα της αληθινής συντριβής του.
Αφού του ανέγνωσε την ευχή, ο άνθρωπος κίνησε να φύγει. Ο πολυέλαιος, είχε σταματήσει να κινείται πέρα δώθε μετά από τόση ώρα. Εξάλλου είχε εξετελέσει άθελα του και αυτός μιαν μεγάλη αποστολή: να σωθεί ένας άνθρωπος.... Αφού έμεινε μόνος ο πνευματικός, ύψωσε τους οφθαλμούς, του εκεί όπου ''έστι δίκης οφθαλμός, ός τα πανθ' ορά'' στον Παντοκράτορα και Παντεπόπτη Χριστό! Βγαίνοντας είδε τον εφημέριο. Του είπε σύντομα την ιστορία, χωρίς σε καμία περίπτωση να αναφερθεί σε ότι είχε να κάνει ασφαλώς με την εξομολόγηση του ανθρώπου. Και το είπε, μόνον και μόνον για να μην φθάσει στα αφτιά του πως κουνιούνται ξαφνικά οι πολυέλαιοι του Ναού του... Όμως ο εφημέριος, πνευματικός και ο ίδιος, κράτησε το μυστικό μιας αιφνίδιας πράξεως που έγινε αιτία να σωθεί μια ψυχή που ανέμενε τον αιφνίδιον ψυχικόν θάνατον, που κριματίζει την ψυχή, ενώπιον του οποίου ο σωματικός ομοιάζει με ύπνον βαθύ και αιώνιον...
π. Θωμάς Ανδρέου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου