Copyright : Αρχιμ. Θωμάς Ανδρέου 29-12-2013. Από το Blogger.
RSS

‘’ Πασχαλινή εμπειρία…’’

Το ορεινό χωριό, θα πρεπε να μείνει αλειτούργητο εκείνο το Πάσχα. Ο Δεσπότης, δεν είχε Ιερέα να στείλει εκεί. Τι κιαν πήγε αντιπροσωπεία να δει το Δεσπότη. ‘’ Θέλω , τους είπε, αλλά δεν έχω παπά να σας στείλω... Αν μπορείτε βρείτε εσείς!’’Οι φτωχοί χωρικοί δεν μίλησαν. Τι μπορούσαν να αντιπούν στον Μητροπολίτη, βάλαν μετάνοια , φίλησαν το χέρι που τους ευλόγησε νωχελικά , μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και έφυγαν να γυρίσουν στο χωριό τους.
     
Ήξεραν τον λόγο που δεν θα είχαν παπά να κάμουν την Ανάσταση του Χριστού. Στο χωριό ζούσαν δεκαπέντε με είκοσι άτομα όλοι κι όλοι και αυτοί ηλικιωμένοι.
Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε που ο παπάς τους πέθανε ,που ήταν και συγχωριανός τους. Από τότε παπά δεν είδαν να μένει στο χωριό τους. Μόνο αν έφευγε κανείς ξαφνικά για τα ουράνια σκηνώματα, ο πρόεδρος χτυπούσε την καμπάνα- το ήθελε αποκλειστικό προνόμιο αυτό και δεν άφηνε κανέναν άλλον- και μετά ειδοποιούσε την Μητρόπολη να στείλει παπά να θάψει τον πεθαμένο. Χρέη ψάλτου, ο πρόεδρος, επίσης προνόμιο μιας και κανείς άλλος δεν ήξερε να ψάλλει.
Έφυγαν οι άνθρωποι πικραμένοι που για μια φορά ακόμα, αισθάνονταν πρόβατα δίχως ποιμένα.  Και που να ψάξουν να βρουν οι ίδιοι παπά τέτοιες μέρες της κουφής, προ του μεγαλοβδόμαδου;
- Άκου βρείτε εσείς! Είπε θυμωμένος ο πρόεδρος. Ναι! Θα πάμε να νοικιάσουμε έναν...συνέχισε ειρωνικά.
Δίκιο είχαν να στεναχωρούνται οι άνθρωποι. Βλέπεις, τα χωριά είναι επαρχία. Δεν είναι Αθήνα να χουν τρείς και τέσσερις παπάδες η κάθε Εκκλησία…  Από την άλλη πλευρά, ο Δεσπότης στα τόσα κενά που είχε στην επαρχία του, θα προτιμούσε να αφήσει αλειτούργητο το χωριό των είκοσι κατοίκων, παρά μια μεγαλύτερη ενορία.
Βέβαια, το άδικο ο Θεός δεν το θέλει, πονούσε η ψυχή του Επισκόπου γνωρίζοντας πως κάποια χωριά του δεν είχαν Ιερέα. Όμως, βλέπεις ήταν φτωχή η επαρχία. Ποιος παπάς θα πήγαινε στα κουτσοχώρια…
Η ευθύνη του Επισκόπου είναι μεγάλη. Όταν ξανακάθισε στο γραφείο του, μπροστά στα μάτια του, είχε την εικόνα των απλοϊκών ανθρώπων να του ζητούν Ιερέα , με την ίδια λαχτάρα που ζητούν τα μικρά παιδιά ψωμί από τον πατέρα τους!
Ο αγαθός Επίσκοπος είχε φόβο Θεού στην ψυχή του! Όλη την ημέρα αυτός ο λογισμός περιτριγύριζε στο μυαλό του. Στο ενδιάμεσο επικοινώνησε με έναν- δυο συνταξιούχους Ιερείς, οι οποίοι ευγενικά του είπαν πως δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν . Ο ένας προφασίστηκε, αρθριτικά, ο έτερος πνευμονία…. Ήταν οι πρόχειρες απαντήσεις στο άκουσμα του ονόματος του ορεινού χωρίου…  Σιγά! Θα έτρεχαν στα βουνά και στα λαγκάδια με τέτοιο καιρό… Να αφήσουν την ζέστα τους και την βολή τους….
Ξάπλωσε το βράδυ ο Επίσκοπος της μικράς και πτωχής επαρχίας να ησυχάσει. Δεν μπορούσε! ‘’Κοπάδι δίχως ποιμένα, το τρων οι λύκοι…’’ μονολόγησε. Ξάφνου, μια ιδέα πέρασε από τη σκέψη του:’’ Θα πάω εγώ! ‘’ Είπε αποφασιστικά!
Θυμήθηκε τα χρόνια της πρώιμης Ιεροσύνης του, όταν υπηρετούσε την Εκκλησία σε επαρχιακή Μητρόπολη. Θυμήθηκε την ζεστασιά της Ιεροσύνης, όταν αυτή γίνεται λιμάνι για να δεχθεί τις ψυχές των ταλαιπωρημένων ανθρώπων. Είχε πάρει ο ίδιος την απόφαση του. Θα έκανε τον παπά, ο  Δεσπότης στο χωριό!
Όταν την άλλη μέρα ανακοίνωσε στους συνεργάτες του την απόφαση του, εκείνοι έπεσαν από τα σύννεφα. Όμως, η αποφασιστικότητα στην φωνή του Επισκόπου, δεν άφηνε περιθώρια αμφισβητήσεως. Τις επόμενες ημέρες ετοίμασε τα πράγματα του μαζί με τα ιερά του άμφια ώστε να αναχωρήσει για το χωριό.
Μόνο την ημέρα της αναχώρησης , ο οδηγός του , τόλμησε να του πει:’’ Σεβασμιώτατε, αφήνεται τον Μητροπολιτικό Ναό σας, για να πάτε να κάνετε τον παπά στο χωριό’’, για να πάρει την αποστομωτική απάντηση του Επισκόπου:
- ‘’Άκου να δεις! Αν δεν πάω , Χριστός Ανέστη δεν θα ακούσουν οι Χριστιανοί μας εκεί. Και έπειτα μην σε νοιάζει, ο Δεσπότης μπορεί να κάνει τον παπά, ο παπάς δεν μπορεί να κάνει τον Δεσπότη’’ και γελώντας κάτω απ’ τα μουστάκια του μπήκε στο αυτοκίνητο…
Είχαν ειδοποιηθεί οι χωριανοί εγκαίρως πως τούτο το Πάσχα θα τους λειτουργούσε ο ίδιος ο Δεσπότης τους. Η χαρά τους ήταν τέτοια, που μόνον με σημαιάκια δεν στόλισαν το χωριό. Μέχρι σπίτι δίπλα στην Εκκλησία βρήκαν να καταλύσει ο Επίσκοπος. Σπίτι που οι νοικοκυραίοι του είχαν πεθάνει και τα παιδιά τους, ζούσαν μόνιμα στο εξωτερικό.
Ο Δεσπότης έφθασε στο χωριό Μ. Τετάρτη. Όλοι οι κάτοικοι , αυτοί οι λίγοι, βγήκαν στην είσοδο του χωριού να τον υποδεχθούν, καθ’ ον τρόπον οι Ισραηλίτες τον Χριστό, κατά την είσοδο του στα Ιεροσόλυμα μετά Βαΐων και κλάδων.
Είπε στον οδηγό του να φύγει, να πάει να κάνει Πάσχα με την οικογένεια του και να επιστρέψει την Κυριακή του Πάσχα και εκείνος έπιασε αμέσως δουλειά. Θυμήθηκε τα παπαδικά του χρόνια ο Μητροπολίτης. Μόνο τον πρόεδρο στεναχώρησε λιγάκι όταν του είπε:’’τώρα που είμαι εδώ, την καμπάνα θα την χτυπώ εγώ’’- γιατί είπαμε πως τούτο ήταν προνόμιο του προέδρου…
Φθάσαν Μεγάλη Παρασκευή, στον επιτάφιο. Γλύκαιναν οι ψυχές των ανθρώπων, βλέποντας τον Δεσπότη τους, στεντορεία τη φωνή να ψάλλει τα εγκώμια του επιταφίου και αργότερα να τους συνοδεύει στην περιφορά γύρω από τον Ναό ευλογώντας τα σπίτια τους. Αλλά το μεγαλείο ήταν η Ανάσταση! Όταν ο Επίσκοπος θριαμβευτικά τους ανήγγειλε πως ‘’ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι. Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος…’’ Φορώντας τα λευκά άμφια του εμπρός στην Ωραία Πύλη του ταπεινού Ναού, νόμιζες πως ζωντάνεψε ο Μέγας Αρχιερεύς που ήταν ζωγραφισμένος στο βήλο που έκλεινε το Άγιο Βήμα.
Κι όταν απολειτούργησε και πέρασαν όλοι να πάρουν την ευχή του και να τον ευχαριστήσουν για το αξέχαστο Πάσχα, εκείνος χαμογελώντας τους απαντούσε:’’ εγώ σας ευχαριστώ για τούτη την Πασχαλινή εμπειρία.. 
Αφού κατέλυσε, Τον Αναστάντα εκ νεκρών, πριν βγει από το Άγιο Βήμα ώστε να ευλογήσει την εορταστική τράπεζα που είχε ετοιμασθεί στο σπίτι του προέδρου, γονάτισε εμπρός στην Αγία Τράπεζα και ευχαρίστησε τον Χριστό, ο ποιμήν ο καλός, που κατάφερε να κάνει Μητροπολιτικό Ναό, εκείνο το Πάσχα, την ταπεινή Εκκλησιά του μικρού ορεινού χωρίου…
Την επαύριον,  ήρθε ο οδηγός να τον πάρει. Να τον πάει στην Μητρόπολη ώστε να χοροστατήσει στον εσπερινό της Αγάπης.  Όλος το χωριό, αυτοί οι λίγοι, βγήκαν να αποχαιρετήσουν τον Πατέρα τους! Κύκλωσαν το αυτοκίνητο αφού πρώτα το γέμισαν με δώρα της μάνας γης και με την ευγνωμοσύνη της ψυχής τους.
Ο Δεσπότης συγκινημένος τους ευλόγησε και κίνησε να μπει στο αυτοκίνητο… Ο οδηγός μου ορκίστηκε πως τον άκουσε να ψιθυρίζει: ‘’σ’ ευχαριστώ Κύριε, γιατί μ’ αξίωσες να ζήσω το καλύτερο Πάσχα της ζωής μου…. ‘’  

                                                                                            π. Θωμάς Ανδρέου

Δημοσιεύθηκε στον ''Άμβωνα Παγγαίου'' στο τεύχος  45 , Φεβρουαρίου- Μαρτίου 2015        


1 σχόλια:

Unknown είπε...

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ πάτερ τί ήταν αυτό πού διάβασα πολύ συγκηνιτικό

Δημοσίευση σχολίου