Είχα την μεγάλη τιμή, να μαθητεύσω κοντά στον μεγάλο Κυδωνιέα διδάχο Νικόλαο Κελέση, έναν αληθινό δάσκαλο, έναν υπέροχο άνθρωπο, φίλο του άλλου μεγάλου της Ιωνικής γης, Φώτη Κόντογλου.
Ο μεγάλος αυτός Φιλόλογος, είχε γεννηθεί στα χώματα της Μικρασίας. Κοντά του, γνώρισα τον πλούτο της Ελληνικής μας γλώσσας, παιδί εγώ τότε, καθισμένος απέναντι του στο απέριττο γραφειάκι του να απολαμβάνω τους καρπούς της σοφίας του, απ' αυτό το γερασμένο πολύκαρπο δέντρο που παρά τα χρόνια της ζωής που τον βάραιναν , αισθανόταν συνεχώς την ανάγκη να μεταλαμπαδεύει εικόνες, λέξεις, αναμνήσεις μιας ολάκερης εκατόχρονης σχεδόν ζωής.
Του οφείλω πολλά! Και κάθε που τον θυμάμαι, είτε στην αγία Προσκομιδή, είτε αλλού, υποκλίνομαι ευλαβικά και με ευγνωμοσύνη στην σεβάσμια μορφή του! Έμοιαζε στο σουλούπι του κάπως με τον Καβάφη, έτσι όπως τον συναντάμε σε κάποιες ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Ο Καθηγητής Νικόλαος Κελέσης, μου έμαθε γράμματα, ενώ ταυτόχρονα μου δίδαξε την ιστορία μέσα από τις πονεμένες διηγήσεις των δικών του βιωμάτων...
Σαν να τον ακούω να μου μιλά με την αργόσυρτη βαθιά φωνή του και τούτη η φωνή σε ταξιδεύει, στα περασμένα, τέτοιον μήνα, Σεπτέμβριο του 1922....
'' Είχαμε τα πάντα στον ευλογημένο τόπο μας! Σπίτια, χτήματα, περιουσίες ολάκερες, φτιαγμένες με κόπο και μόχθο πολύ. Οι μικρασιάτες υπήρξαν εύποροι ως επί το πλείστον. Ανθούσε το εμπόριο στην μεγαλόπολη της Σμύρνης! Ακόμα όμως και οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι της υπαίθρου ευημερούσαν. Τι ωραία ανέφελη και ανέμελη ζωή για εμάς τα παιδιά, που ζούσαμε μονοιασμένοι με τους Τούρκους, γείτονες και φίλοι μαζί... Έτσι έφτασα στην πρώτη δεκαετία της ζωής μου, ευτυχισμένος μέσα σε μια ευλογημένη οικογένεια της Σμύρνης. Είχαμε εγκατασταθεί στην πόλη από το Αιβαλί , λίγο πριν γεννηθώ εγώ. Ο πατέρας, έμπορος ονομαστός μέσα στην Σμύρνη, εμπορευόταν καπνό και σταφίδα. Είχε στην δούλεψη του πάνω από 30 ανθρώπους, μισούς Χριστιανούς και μισούς Μουσουλμάνους. Δεν ξεχώριζε ο πατέρας ανθρώπους! Οι άνθρωποι χωρίστηκαν αναμεταξύ τους μετά...
Θυμάμαι την Σμύρνη, σαν να έφυγα χτες από κοντά της... Η ωραιότερη πόλη επάνω στην γη! Με χρώματα, με μυρωδιές με ήχους μιας άλλης πολιτισμένης Ανατολής, που σαγήνευε την Εσπερία, η οποία θαμπωμένη από τα κάλλη της, ολοένα και ερχόταν ακόμα πιότερο κοντά της. Θυμάμαι τα όμορφα πεντακάθαρα σπίτια με τα ευωδιαστά λουλούδια να τα στολίζουν. Θυμάμαι τις ομοφοεκκλησιές μας που μέσα τους κρατούσαν φυλαγμένα συναισθήματα, τις χαρές και τις λύπες των Χριστιανών της Σμύρνης που μέσα σε αυτές άφηναν το δάκρυ να γίνει προσευχή και να φτάσει γοργόφτερο στο Θρόνο του Θεού. Θυμάμαι, την προκυμαία του Και , γεμάτη από ανθρώπους κάθε φυλής και γλώσσας να απολαμβάνουν τον απογευματινό περίπατο, τον μυρωδάτο καφέ, τα γλυκά που έλεγες πως τα έφτιαχναν χέρια αγγέλων και όχι ανθρώπων...Θυμάμαι την ανατολίτικη μουσική να μας ταξιδεύει μέσα στο χρόνο, μια μουσική θεσπέσια που όμοια της πλέον πουθενά δεν μπορεί να ακουστεί...
Σαν όνειρο θυμάμαι, όνειρο εφιαλτικό, τον πατέρα καθισμένο στο τραπέζι της μεγάλης σάλας, να μιλά ψιθυριστά στην μάνα μας που σταυροκοπιόταν τρομαγμένη... Μικρά και περίεργα εμείς, θέλαμε να μάθουμε τι είναι το κακό που έρχεται. Ψυχανεμιζόμασταν πως ερχόταν μεγάλο κακό! Λίγο τα λόγια που ξέφευγαν, λίγο οι κρυφές ματιές που σαν σαΐτες διασταυρώνονταν, λίγο οι ανησυχία των Τούρκων γειτόνων μας, όχι για εκείνους, αλλά για την δική μας ζωή, όλα αυτά γίνηκαν προειδοποίηση μιας επερχόμενης καταστροφής που γίνηκε εκείνον τον ματωμένο Σεπτέμβρη στα 1922.
Και ξάφνου, από την μια στιγμή στην άλλη... Φρίξον ήλιε, στέναξον γη... Πως ξάφνου μπορεί να αλλάξει η ζωή του ανθρώπου.... Θυμάμαι, την μάνα να κρατά στην αγκαλιά της την μικρή αδερφή μας με το ένα της χέρι και με το άλλο τούτη την εικόνα της Κυρά Παναγιάς που βλέπεις πίσω από το αναμμένο καντήλι... Η μάνα είχε αφήσει στρωμένα τα κρεβάτια, πεντακάθαρο το σπίτι, έτοιμα τα χαλιά για τον επερχόμενο χειμώνα, μαζί με τις ζεστές βελέντζες. Ο πατέρας είχε αφήσει γιομάτη την αποθήκη με τον καρπό... Είδα την μάνα να κλειδώνει την μεγάλη πόρτα του σπιτιού και να το σταυρώνει. Έβαλε προσεκτικά το κλειδί μέσα στο μποχτσά. Την κοίταζε ο πατέρας λυπημένος. Νόμιζε η δόλια πως θα ξαναγυρίσουμε...
Ο πατέρας, ήταν προνοητικός άνθρωπος! Μόλις κατάλαβε πως έρχεται η καταστροφή , όταν ακόμα μπορούσες να βρεις καΐκι να φύγεις, μας πήρε όλους και φύγαμε. Η μάνα, προσπαθούσε να τον καλμάρει. Μην φύγουμε ακόμα, του ΄λεγε. Άσε να διούμε πως θα πάνε τα πράγματα! Μα εκείνος επέμενε. Και στον λόγο του πατέρα κανείς δεν μπορούσε να αντιτάξει τον δικό του. '' Τα παιδιά μας, της έλεγε! Τα παιδιά να σωθούν!'' Που μπορούσε η αγαθή ανατολίτισσα να φαντασθεί πως ο φίλος, γίνεται εχθρός μονομιάς... Και όμως! Η προνοητικότητα του πατέρα μας έσωσε από βέβαιο θάνατο. Φτάσαμε απέναντι στην Μυτιλήνη! Και εκεί είδα... Πόσα είδα....
Είδα τα καραβάνια των προσφύγων να έρχονται στο νησί και να διηγούνται φρικτές ιστορίες! Είδα, μανάδες αναμαλλιασμένες να αποζητούν τα σκοτωμένα μωρά τους , που πρόφταξαν για λίγο να τα χαρούν... Είδα ανθρώπους να κλαίνε μπροστά στον άδικο θάνατο, είδα ανθρώπους βγαλμένους από τον εφιάλτη της καταστροφής να διηγούνται πως έφτασε η καταγάλανη θάλασσα να γίνει κόκκινη από το αίμα... Είδα, τον πατέρα, τον άρχοντα Σμυρνιό να γίνεται εργάτης στα ξένα χωράφια για να μας θρέψει... Είδα την περήφανη μάνα που κρατούσε ακόμα φυλαγμένο το κλειδί του σπιτιού μας, να πλένει σκάλες για να σπουδάσω να γίνω επιστήμων να της δώσω την χαρά, να ξεχάσει τον πόνο της προσφυγιάς...
Έτσι φτάσαμε, έως εδώ! Χάσαμε τα πάντα, εκτός από την πίστη και τις αναμνήσεις μας. Να ξέρεις οι πρόσφυγες δεν έχουν ποτέ ξανά πατρίδα! Όπου και να πας, πρόσφυγας θα σαι... Πικρός ο πόνος της προσφυγιάς. Πέθανε πρώτα ο πατέρας και όταν ήρθε η ώρα να τον ντύσει η μάνα μου, τόσα χρόνια μετά την καταστροφή, ανάμεσα στα ρούχα του που τα χε φυλαγμένα για την μεγάλη ώρα, τι νομίζεις πως βρήκε: ένα σακουλάκι χώμα από τα χώματα της Σμύρνης που τόσο αγάπησε... Αυτό θέλησε να κρατήσει μαζί του από την Πατρίδα! Χώμα, μιας άλλης, ευλογημένης γης....''
Τέτοιες μέρες δάσκαλε, σε θυμάμαι να μου τα λες και δακρύζω! Δακρύζω βλέποντας τόσα χρόνια μετά , ακόμα πρόσφυγες χωρίς πατρίδα... Ανθρώπους μιας άλλης γης που τους γέννησε και τους μεγάλωσε και τώρα έχοντας πλέον χάσει τα πάντα να προσπαθούν να σώσουν μόνο την ζωή τους και την ζωή των παιδιών τους... Αλίμονο μας δάσκαλε, η ιστορία γράφεται μια φορά, αλλά επαναλαμβάνεται πολλές...
π. Θωμάς Ανδρέου
1 σχόλια:
KATAPLHKTIKO ΠΑΤΕΡΑ ΘΩΜΑ ΣΥΝΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!!!
Δημοσίευση σχολίου