Περασμένα τα χρόνια της!
Έφτανε τα ογδόντα η γιαγιά. ‘Ήταν ευτυχισμένη στην ζωή της. Είχε καλούς γονείς,
παντρεύτηκε καλόν άντρα έκανε καλά παιδιά και εγγόνια, είδε και κανά δυο
δισέγγονα , τι άλλο ήθελε από την ζωή; Όλα της τα χε δώσει απλόχερα ο Θεός. Και
όμως! Κάτι της έλειπε πριν να φύγει από τούτη τη ζωή.
Κάτι, που πολλές φορές το προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να το κάμει: να πάει να προσκυνήσει στον Αϊ- Τάφο! Μάζευε κάπου- κάπου λίγα λεπτά, αλλά το θέμα ήταν πως δεν μπορούσε να τα κρατήσει! Την μια, η γειτόνισσα που βρέθηκε σε δυσκολία, την άλλη ο άνθρωπος που είχε χάσει την δουλειά του και είχε στόματα παιδικά να αναθρέψει, μετά το φτωχό κορίτσι που θα παντρευόταν και δεν είχε κανένα να του κάμει τα προικιά…
Πήγαινε η γιαγιά και μέτραγε το κομπόδεμα της. Έκανε τους υπολογισμούς
της από τα μαζεμένα για το ταξίδι που χρόνια επιθυμούσε να κάνει. Φαντάζονταν τον Αϊ- Τάφο του Χριστού στα
Ιεροσόλυμα, διότι περί αυτού επρόκειτο, να λαμποκοπά στα ασημένια καντήλια έτσι
όπως της τον είχαν περιγράψει δυο τρεις φίλες της που αξιώθηκαν να πάνε.
Μέτραγε η γιαγιά τα λεφτά της και φαντάζουνταν τους παπάδες και τον Πατριάρχη
με τα χρυσά τους άμφια να περιμένουν το Άγιο Φως να βγει από τον Τάφο του
Χριστού, να φωτίσει την οικουμένη, να διώξει τα σκοτάδια από τις ψυχές των
ανθρώπων.
Και δώστου μέτραγε η γιαγιά αλλά πάντοτε αφού πρώτα έβγανε το ‘’μερδικό
της υπόθεσης’’ , όπως έλεγε την φιλανθρωπία της προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο,
τότε της έβγαινε πάντα λειψός ο λογαριασμός για το ταξίδι που χρόνια ποθούσε να
κάνει πριν πεθάνει! Έκανε το σταυρό της, πήγαινε και έδινε το ‘’μερδικό της
υπόθεσης ‘’ εκεί όπου έπρεπε και ξανά πάλι αρχίνιζε να μαζεύει για να πάει στον
‘Αϊ- Τάφο! Δεν πειράζει, έλεγε. Του χρόνου πρώτα ο Θεός, να με καλά και θα τα
καταφέρω...
Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Τα μαλλιά άσπρισαν, τα μάτια θόλωσαν, τα πόδια
κουράστηκαν. Αλλά η γιαγιά, συνέχιζε να μαζεύει για το ταξίδι στον Άϊ- Τάφο
όπου πάλι κάποια ‘’υπόθεση’’ έβγαινε στο διάβα της και τότε ναι μεν, έκανε το
λογαριασμό μετρώντας τα μαζεμένα χωρίς ποτέ να σκεφτεί, πως όσο τα λεφτά της
γίνουνταν ‘’μερδικό της υπόθεσης’’ εκείνη δεν θα έκανε ποτέ το όνειρο της
πραγματικότητα. ‘Ελα όμως που η καθάρια ψυχή της όσο και αν ήθελε να πάει στα
Ιεροσόλυμα, πρώτα ήθελε να σταθεί δίπλα σε όποιον χρειάζονταν βοήθεια!
Η γιαγιά, ευσεβεστάτη και φιλακόλουθη είχε τη θέση της μέσα στην
Εκκλησία της ενορίας της. Πήγαινε νωρίς πάντοτε, ευπρεπισμένη και πεντακάθαρη
να καθίσει σε μια άκρη του Ναού και να παρακολουθήσει τις ακολουθίες
προσευχόμενη και ψελλίζοντας σιγανά τα τροπάρια που χρόνια τώρα είχε
αποστηθίσει. Κάθε
Πάσχα όμως η γιαγιά το ζούσε ξέχωρα και ανεπανάληπτα! Όταν έσβηναν τα φώτα για
το Άγιο Φως, εκείνη, έκλεινε τα μάτια και φαντάζουνταν πως ήταν στον Άϊ-Τάφο
γονατιστή να περιμένει το Άγιο Φως να πεταρίσει από μέσα και να φωτίσει την
ανθρωπότητα. Το ζούσε το μυστήριο η ψυχή της και όταν ξανάνοιγε τα μάτια της,
δακρυσμένη μονολογούσε: να με καλά του χρόνου πρώτα ο Θεός, να με αξιώσει να
πάγω…
Ποτέ δεν εξέφρασε την επιθυμία της στα παιδιά της. Όταν μια φίλη
της που ήξερε τον
άγιο της πόθο της είπε ‘’καλά χριστιανή μου, γιατί δεν λες στα παιδιά σου να σε
στείλουν αφού τόσο το θες’’ η γιαγιά αγρίεψε! Στα σωστά σου είσαι; Της απάντησε
θυμωμένη. Να πάω να προσκυνήσω στον Άϊ- Τάφο με λεφτά των παιδιών μου; Τι τάμα
θα ναι αυτό; Όχι!
Που να ξανακάνει κουβέντα η φίλη της, που ήξερε που πάνε τα λεφτά που
μάζευε η γριούλα όταν γίνονταν ‘’μερδικό της υπόθεσης’’… Και ο καιρός περνούσε χωρίς τελικά η ευσεβής
γυναίκα να καταφέρει, να κάνει πραγματικότητα ότι λαχταρούσε χρόνια η ψυχή της.
Κοιτούσε κατάματα το Χριστό και μονολογούσε: ‘’και συ Χριστέ μου, το ίδιο θα
κανες ’’ και έτσι ηρεμούσε η ψυχή της.
Κάθε χρόνο που έβλεπε την ζωή να φεύγει από πάνω της, τόσο το έβαζε
πείσμα να καταφέρει να μαζέψει τα χρήματα της Ιεράς αποδημίας. Κιόσο μάζευε,
τόσο έδινε, αφήνοντας πάντα για τον επόμενο χρόνο την πραγματοποίηση του
μεγάλου ονείρου…
Έφτανε και τώρα το Πάσχα… Η γιαγιά, ετοιμαζόταν να ζήσει την Ανάσταση
όπως όλος ο κόσμος. ‘Ηξερε πως και φέτος η ευκαιρία να πάει στον Άϊ- Τάφο, είχε
χαθεί! Μια ακόμα υπόθεσις είχε τακτοποιηθεί χάριν της μεγάλης φιλανθρωπίας της!
Το Μέγα Σάββατο και αφού είχε εξομολογηθεί, ετοιμάστηκε για την Ανάσταση. Επήγε
στο Ναό με την λαμπάδα της και έκλεισε πάλι τα μάτια φαντάζοντας πως είναι στον
Άϊ- Τάφο. Άκουγε να ψάλλουν μελωδικά: ‘’Ιδού σκοτία και πρωί’’ και η ψυχή της
εφραίνουνταν. Μόλις άκουσε τον Ιερέα να καλεί τους πιστούς στο ‘’Δεύτε λάβετε φως’’
πήγε σιγά- σιγά και πήρε το Φως της Αναστάσεως που το κράταγε σαράντα μέρες
αναμμένο στο καντήλι της.
Μετάλαβε και αφού πήρε και το πασχάλιο αυγό από τα χέρια του Ιερέα,
κίνησε για το σπίτι της. Πριν βγει από το Ναό, πήγε και προσκύνησε την Εικόνα
του Αναστάντος Χριστού. Τον κοίταξε κατάματα, αλλά τούτη την φορά δεν Του είπε
αυτό που έλεγε κάθε χρόνο… Έφτασε στο σπίτι της και κάθισε στο γιορτινό της
τραπέζι με τα παιδιά της που την περίμεναν να της ευχηθούν.
-Άντε μάνα, της ευχήθηκαν. Και του χρόνου να σαι γερή!
Η γιαγιά χαμογέλασε και τους ευχαρίστησε. Στο τέλος σηκώθηκαν και
εκείνη τους φίλησε έναν –έναν, μοιράζοντας απλόχερα τις ευχές της ψυχής της.
Πήγε στο δωμάτιο της για να ξαπλώσει να ξεκουραστεί. Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι
της έκλεισε τα μάτια να φανταστεί ξανά το όνειρο της. Πως τάχατες ήταν στον
Τάφο του Χριστού και προσκυνούσε το μνήμα μέσα από το οποίο ο Αρχηγός της ζωής
και του θανάτου πάτησε τον θάνατο, χαρίζοντας την ζωή σε όσους ήταν μέσα στα
μνήματα.
Θυμήθηκε μιαν ιστορία που της είχε πει κάποτε ένας πνευματικός που του
ξομολογήθηκε την λαχτάρα της να πάει στα Ιεροσόλυμα αλλά και τους λόγους που
δεν κατάφερε να το κάνει. Της είχε πει τότε ο πνευματικός κάτι που χε διαβάσει
ο ίδιος.
Πως ένας μοναχός κάποτες ήθελε να πάει να προσκυνήσει στον Άγιο Τάφο. Γύριζε τα χωριά και
ζητώντας ελεημοσύνες μετά
από χρόνια, γέρος πια κατάφερε να μαζέψει τριάντα λίρες, όσες ακριβώς
χρειάζουνταν για το ταξίδι. Έβαλε μετάνοια στον ηγούμενο και κίνησε να πάει για
το προσκύνημα του. Δεν είχε βγει καλά- καλά από το μοναστήρι και βλέπει έναν
άνθρωπο κουρελή, χλωμό και θλιμμένο που είχε απλωμένο το χέρι ζητώντας
ελεημοσύνη.
-Που πας γέροντα; Ρώτησε ο κουρελής τον καλόγερο.
-Πάω στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσω, να κάνω τρεις γύρες τον Άγιο Τάφο και να Τον προσκυνήσω, του απαντά ο μοναχός.
-Πόσα λεφτά έχεις, τον ρωτά ο ζητιάνος.
-Τριάντα λίρες, απαντά ο καλόγερος.
-Δώσε μου εμένα τις τριάντα λίρες που χω παιδιά πεινασμένα να ταΐσω,
δώστες μου και κάμε τρεις φορές το γύρω μου και ύστερα πέσε και προσκύνησε με.
Ο καλόγερος, έβγαλε το σακούλι του με τις λίρες και το έδωσε στο φτωχό.
Και ύστερα έκαμε το σταυρό του, γύρισε τρεις φορές τον ζητιάνο και έπεσε και
τον προσκύνησε! Όταν σηκώθηκε, ο ζητιάνος είχε εξαφανιστεί και είχε μείνει
μονάχο στη γης, το σακούλι με τις λίρες. Έκαμε το σταυρό του και επέστρεψε στο
μοναστήρι του, αφού πρώτα μοίρασε όλες τις λίρες στους φτωχούς! Γύρισε πίσω
ευτυχής, γιατί κατάλαβε πως τελικά είχε κάνει το όνειρο του πραγματικότητα…
Γύρισε πλευρό η γιαγιά και χαμογέλασε με ένα μυστηριώδες χαμόγελο! Χριστέ μου,
ψιθύρισε, μην σ’ έχω προσκυνήσει;
Ξημέρωσε η Κυριακή του Πάσχα. Αναστάσεως ημέρα, χαρά Θεού! Οι αχτίδες
του ήλιου που φώτισε την αναστάσιμη ημέρα πέρασαν το παράθυρο του δωματίου της γιαγιάς φωτίζοντας
το πρόσωπο της επάνω στο οποίον υπήρχε ακόμα, το μυστηριώδες αυτό χαμόγελο της
Αναστάσεως…
π. Θωμάς Ανδρέου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου