''Η αναγκαιότητα του κηρύγματος''[1].
Δεν αιφνιδιάστηκα διότι η ευρηματικότητα
του Επισκόπου στην από μέρους των κληρικών της Μητροπόλεως μας ανάπτυξη θεμάτων,
μέσα από τις κατά μήνα ιερατικές αυτές συνάξεις, σκοπό έχει αφ ενός μεν την
πρόσκληση του ομιλητού στην εντρύφηση και έρευνα των επιλεγμένων θεμάτων και
αφ’ εταίρου τον περαιτέρω εμπλουτισμό των ήδη υπαρχόντων γνώσεων των ακροατών.
Συνεπώς, μέσα από την ενδελεχή και επιμέρους διερεύνηση ενός γενικού θέματος
που κατ’ έτος ο Μητροπολίτης επιλέγει, άπαντες έχουμε αυτήν την εξαιρετική
ευκαιρία, να γνωρίσουμε θέματα που άπτονται της ποιμαντικής μας ευθύνης και
διακονίας με έναν τρόπο ξεχωριστό επ’ οφελεία και του ομιλητού και ασφαλώς των
ακροατών.
Στην προκειμένη όμως περίπτωση
του ομιλούντος, υπάρχει η εξής ιδιαιτερότητα που αυξάνει και την ευθύνη της
παρούσης εισηγήσεως. Πως ο ομιλών, διακονεί το Ιερόν Κήρυγμα από της θέσεως του
ιεροκήρυκος της τοπικής μας Εκκλησίας, έχοντας απέναντι του έναν πολιό
Ιεροκήρυκα που από την πρώτη στιγμή της εις διάκονον χειροτονίας του έως και
σήμερα που η Εκκλησία τον κατέστησε Επίσκοπο, δεν έπαψε ποτέ να κηρύττει.
Κηρυγματική εμπειρία που προσεγγίζει
χρονικά τις τέσσερις δεκαετίες, κάτι που ούτε κατά το ήμισυ μπορεί να διαθέτει
ο ομιλών.
Πάραυτα όμως, οφείλω να
καταθέσω τις σκέψεις μου σήμερα και εν συντομία αφού ο χρόνος, είναι ο
βασικότερος εχθρός του ανθρώπου και ο χειρότερος σύμβουλος του Ιεροκήρυκος όταν
εκείνος δεν αντιλαμβάνεται πόσο γρήγορα περνά, έως ότου το καταλάβει από τις
αντιδράσεις του ακροατηρίου του…
Σε μια σύντομη λοιπόν αναδρομή
της έννοιας του κηρύγματος ώστε και μέσα από αυτήν να διαφανεί η αναγκαιότητα
του, θα διαπιστώσουμε πως το κήρυγμα δεν αποτελεί έννοια εμφαινομένη κατά την
πρώιμη περίοδο της παρουσίας της πρώτης Αποστολικής Εκκλησίας, με πρώτον κήρυκα
τον ίδιο τον Χριστό μας, αλλά προϋπάρχει από τους χρόνους των προφητών της
Παλαιάς Διαθήκης. Οι αρχαίοι προφήτες, τα θρυλικά πρόσωπα της Π.Δ. είναι οι
πρώιμοι ιεροκήρυκες, εκείνοι δηλαδή που μέσα από τον λόγο τους, προετοιμάζουν
τον άνθρωπο για την ενσάρκωση του Λόγου. Αυτό εξάλλου επιβεβαιώνει και ο Απ.
Παύλος στην Προς Εβραίους επιστολή του, όταν διαπιστώνει πως : «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός
λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ' εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν
ημίν εν Υιώ»[2]
Το κήρυγμα της μετανοίας του
Ιερεμίου, προς τον βασιλέα Σεδεκία που
δεν εισακούγεται και οι συνέπειες της ανυπακοής του βασιλέως[3]
προς τις προειδοποιήσεις του Θεού δια του προφήτου, επαληθεύουν τον κήρυκα. Το
αυτό όμως συμβαίνει με τον έτερο μέγιστο των Προφητών, τον Ηλία, στον οποίον
και αποδίδουμε την ιδιότητα του κήρυκος του Χριστού[4], όπως και με τον μαθητή του Αβδιού που με
λυρισμό προφητικά κηρύττει την πτώση του Ισραήλ ένεκα της υπερηφανείας του[5].
Ποιος θα μπορούσε όμως να παραβλέψει τον πέμπτο ευαγγελιστή ως αυτός ονομάστηκε
στην συνείδηση της Εκκλησίας, τον Ησαία που κηρύττει προφητικά την σάρκωση του
Λόγου Εμμανουήλ[6]
στο προμήνυμα της σωτηρίας του πεπτωκότος Αδάμ, από τον νέο Αδάμ, τον Χριστό που
έρχεται να συντρίψει την κεφαλή του όφεως[7],
αποκαθιστώντας ξανά το δημιούργημα του Θεού στην προπτωτική του κατάσταση.
Η ιστορική συνοχή του
κηρύγματος, περνά στην Καινή Διαθήκη με τον Πρόδρομο Ιωάννη, τον κήρυκα της μετανοίας. Με λόγο ελεγκτικό ξυπνά
τις κοιμισμένες συνειδήσεις, «κηρύσσων
βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν[8]».
Μετά τον μαρτυρικό του θάνατο, το κήρυγμα πλέον αναλαμβάνει ο ίδιος ο Χριστός
στην συναγωγή σε λατρευτική σύναξη μετά την ανάγνωση του Ησαΐα, όπου η
συγκεκριμένη βιβλική αναφορά, « περιέχει
όλα του τα στοιχεία , τόπο, χώρο, ημέρα, περικοπή επί της οποίας έγινε,
περιεχόμενο, αντίδραση των ακροατών»[9].
Θα μπορούσε όμως ο Χριστός μας να συγκαταλεχθεί μεταξύ των κηρύκων που η
ιστορία μας διέσωσε; Στο ρητορικό τούτο ερώτημα, την απάντηση την δίνει ένας από
τους θρυλικούς κήρυκες του ιερού κηρύγματος, ο μακαριστός πλέον Ακαδημαϊκός
διδάσκαλος Παναγιώτης Τρεμπέλας εις το κλασικό και ομώνυμο έργο του περί
ομιλητικής, λέγοντας πως: «θα απετέλει
αναμφιβόλως αληθινήν βεβήλωσιν και ασέβειαν να κρίνωμεν επί τη βάση των δια το κήρυγμα
ημών ισχυόντων κανόνων της Ομιλητικής και τους λόγους Εκείνου, όστις ωμίλησεν,
αλλά και εσίγησεν όπως και όσον ουδείς άνθρωπος»[10].
Το κήρυγμα λοιπόν,
στοιχειοθετείται πλέον, ως αναπόσπαστο τμήμα της λατρείας με πρώτους κήρυκες τους ιδίους τους
Αποστόλους. Και τούτο διότι, αναλαμβάνουν την διακονία του κηρύγματος κατ’
εντολή του Κυρίου να διδάξουν όλα όσα ο ίδιος τους παρέδωσε[11].
Μέσα από το χάρισμα της Ιεροσύνης, οι Απόστολοι μεταφέρουν την διακονία στους
Πρεσβυτέρους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Απόστολος Παύλος ορίζει πως πρέπει « Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς
ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ»[12].
Το ανεπιτήδευτο και βιωματικό
κήρυγμα των Αποστόλων, στέκει όμως απέναντι σε μια υψηλή και ωραία τέχνη, αυτήν
της Ρητορικής, τέχνη που σαγηνεύει τον άνθρωπο προωθώντας τον στα μεγάλα, τα
ωραία και τα αληθινά. Τα χρόνια όμως κατά τα οποία εμφανίζεται το χριστιανικό
κήρυγμα, « η ρητορική είχεν αποβή όργανον
επικίνδυνον εις τας χείρας των σοφιστών»[13]. Στο σημείο αυτό, το οποίον είναι
κομβικό για την ιστορία του χριστιανικού κηρύγματος «με την αποφασιστική συμβολή των Μ. Πατέρων στην εκκλησιαστική ρητορική
κυριαρχούν δύο κυρίως είδη, η ομιλία και ο λόγος. Η πρώτη αποτελεί το ανεπιτήδευτο
Βιβλικό κήρυγμα, ενώ στη διαμόρφωση του
δευτέρου περισσότερο συνέβαλε η ρητορική με τους κανόνες της»[14].
Κατά τον 4ο αιώνα
όμως, ο οποίος ευφυώς χαρακτηρίστηκε υπό του μακαριστού Τρεμπέλα ως ο «χρυσούς
αιών του κηρύγματος»[15]
και μετά την αναγνώριση του Χριστιανισμού ως «θρησκείας προστατευομένης υπό του Κράτους»[16]
, η διακονία του κηρύγματος πλέον δεν καλύπτει μόνον την ανάγκη οικοδομής της
πίστεως στον Χριστό των ακροατών, αλλά επιπλέον την αποσαφήνιση του
περιεχομένου της πίστεως έναντι της ειδωλολατρικής παραδοχής και ακόμα
περισσότερο έναντι των αναφυομένων αιρετικών διδασκαλιών οι οποίες και
εμφανίσθησαν μετά την κατάπαυση των αιματηρών διωγμών! Η διαπραγμάτευση της
αληθείας του ευαγγελίου, έναντι τούτων, γίνεται πλέον αδήριτος ανάγκη και
καλύπτεται από τον άμβωνα του πρωτοχριστιανικού Ναού με το κήρυγμα, το οποίον και καθίσταται αναπόσπαστον τμήμα
αυτής της Θείας Λατρείας.
Ποιοι άλλοι λοιπόν θα
μπορούσαν να είναι οι κυριότεροι εκφραστές της παραδεδεγμένης πλέον μορφής του
κηρύγματος, εκτός των θρυλικών Καππαδόκων Πατέρων και εξ’ αυτών κυρίως ο
δικαίως ονομασθείς υπό της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Χρυσόστομος; Οι γνήσιοι
αυτοί εκφραστές του Ορθοδόξου λόγου, θα μπορούσαν να ονομασθούν και ως οι «δημιουργοί του χρυσού αιώνος του κηρύγματος»[17].
Τα απαράμιλλα έργα τους, μνημεία λόγου, αθάνατα μέσα στο χρόνο, καλύπτουν
πλουσιοτάτη θεματολογία. Ποιος επί παραδείγματι, μπορεί να παραμείνει απαθής
έναντι της «Εξαημέρου» του Μ. Βασιλείου, ή των λοιπών ομιλιών του περί διαφόρων
ηθικών ζητημάτων , ομιλίες οι οποίες και «διακρίνονται
δια την καθαρότητα του ύφους, την ζωηρότητα της συλλήψεως, την πνευματικότητα
του περιεχομένου, την εκ των Γραφών και της πείρας και της πλήρους γνώσεως της
ανθρωπίνης καρδίας και της φύσεως εν γένει τεκμηρίωσιν και αποδεικτικότητα, την
μεθοδικήν πρόοδον και ενότητα»[18].
Ο μεγαλύτερος όμως Ιεροκήρυκας
όλων των εποχών, είναι ο Ιερός Χρυσόστομος, τον οποίον ουδείς μέχρι και σήμερα
κατάφερε να συναγωνιστεί πολλώ δε μάλλον να τον υπερκεράσει από την Ανατολή έως
την Δύση! Ο Χρυσόστομος, δεν αποδείχθηκε μόνον «μεγαλοφυΐα χριστιανού ιεροκύρηκος»[19] , αλλά ταυτόχρονα «μέγας ψυχολόγος, γνωρίζων όσων ελάχιστοι την ανθρωπίνην καρδίαν»[20]
κατορθώνοντας με τον τρόπο αυτό να ευαισθητοποιήσει το πολυπληθές ακροατήριο
του και να αντιλαμβάνεται «τι υπό
ωρισμένας περιστάσεις δύναται να εισχωρεί και να γεννάται εις τας καρδίας των
ακροατών του και εκφράζει τούτο αξιοθαυμάστως[21].
Αυτά τα στοιχεία καθιστούν τον Χρυσόστομο, πρύτανη των Ιεροκηρύκων κάτι που
μέχρι και σήμερα κανείς δεν κατάφερε να προσεγγίσει.
Ο Ιερός Χρυσόστομος, χαρακτηρίζει
τον ιεροκήρυκα ως τον «ταχυδρόμο του
Θεού»[22], καθώς επίσης και «υπηρέτη του Θεού»[23]μιας
και τα αναγιγνωσκόμενα στο ιερό κήρυγμα είναι όπως με ευρηματικό τρόπο
αναφέρει, επιστολές του Θεού προς τα ευήκοα ώτα των ακροατών. Μάλιστα, θεωρεί
τόσο μεγάλη αυτήν την αναγκαιότητα του κηρύγματος ώστε να απευθύνεται στον
ιεροκήρυκα και να του λέει: «καν μηδείς
ακούση, συ τον μισθόν έλαβες απηρτισμένον»[24].
Σκοπός λοιπόν του κηρύγματος είναι η αναγέννηση του ανθρώπου εν Χριστώ, η
αποφυγή των σκοπέλων της ζωής οι οποίοι άφθονοι στέκουν εμπόδια μπροστά του με
μόνον στόχο να τον αποτρέψουν να ενωθεί πλήρως με το Χριστό. Ο Ι. Χρυσόστομος
με μια φράση μας λέει πως «το κήρυγμα και
των παρόντων και των μελλόντων απαλλάτει κακών»[25].
Σκέπτομαι όμως! Πως κάποιος
ιεροκήρυκας μπορεί να οικειοποιηθεί κάποιες ελάχιστες σταγόνες από τον ωκεανό
της τέχνης του άμβωνα τον οποίο διδάσκει ο Πρύτανης του λόγου ο Ι. Χρυσόστομος;
Ποια μορφωτικά εχέγγυα μπορούν να αποδώσουν τους δικούς του καρπούς, έστω και
σε απειροελάχιστη κλίμακα; Ακατόρθωτο! Το γιατί, μας το αποκαλύπτει ο Επίσκοπος
που αφιέρωσε την ζωή του στην χρυσοστομική μελέτη ώστε στην συνέχεια να
προσφέρει αφειδώλευτα τους εύχυμους καρπούς αυτής της μελέτης στην διακονία του
κηρύγματος. Γράφει λοιπόν πως «το ακριβό
μυστικό της επιτυχίας του ιερού Χρυσοστόμου είναι μέσα στην αγία ψυχή του, όπου
μόνον ο Θεός εμβατεύει»[26].
Η ταύτιση λόγου και ζωής του ιεροκήρυκα είναι τελικά το μόνο μυστικό ώστε ο
ταχυδρόμος του Θεού, να γίνει αιτία με την ρομφαία του λόγου του, σωτηρίας του
ακροατού του.
Φθάνοντας λοιπόν στην εποχή
μας, διαπιστώνουμε μιαν κάποια έκπτωση στο χριστιανικό κήρυγμα, χωρίς ασφαλώς
αυτό να αποτελεί κανόνα. Όμως, με θλίψη το λέω αδελφοί, οι σύγχρονοι τρόποι
ενημερώσεως, το διαδίκτυο, τα εκκλησιαστικά έντυπα, αυξάνουν αυτή την τραγική
διαπίστωση. Αυτή όμως η τραγικότητα, συνίσταται περισσότερο στο γεγονός πως το
μορφωτικό επίπεδο του ακροατηρίου, δεν είναι πλέον το ίδιο όπως προηγουμένων
δεκαετιών. Δεν μπορεί ο καθένας να λέει ότι θέλει! Ο άμβωνας, ανήκει στον
Χριστό και σε κανένα πρόσωπο ανθρώπου ώστε να τον μεταχειρίζεται όπως ο ίδιος
επιθυμεί.
Στην εποχή μας, το Ιερό
κήρυγμα είναι ακόμα περισσότερο αναγκαίο μιας και ο λαός μας παραμένει
ακατήχητος, ασφαλώς με δική μας ευθύνη. Αυτή η προϋπόθεση της χριστολογικής
προσέγγισης του ακροατού ή αναγνώστη, δείχνει σε ορισμένες πάντοτε περιπτώσεις
να απουσιάζει. Ο Απόστολος Παύλος, έχοντας την ευθύνη να οδηγήσει ψυχές στο
Χριστό, αποσαφηνίζει ότι: «καὶ ὁ λόγος
μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει
Πνεύματος καὶ δυνάμεως, ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐν
δυνάμει Θεοῦ»[27].
Μεγάλη λοιπόν η ευθύνη του κήρυκα απέναντι πρωτίστως στο Θεό του οποίου
διαγγελέας γίνεται, χάριν του λαού Του Θεού.
Ο λόγος του Θεού, «είναι τόσο αναγκαίος για την πνευματική ζωή
του ανθρώπου, όσο είναι το ψωμί για την σωματική του συντήρηση»[28].
Σήμερα λοιπόν, σε μια εποχή αμφισβήτησης, το κήρυγμα έχει ζωτική σημασία στην
ζωή της Εκκλησίας. Λειτουργεί με τρόπο παραμυθητικό στους απελπισμένους,
ενισχυτικό στους αδυνάμους και απολογητικό σε όσους αμφισβητούν τις ακατάλυτες
και αιώνιες αξίες του Ευαγγελίου. Αυτή είναι και η μεγαλυτέρα προσφορά του
Ιερού Κηρύγματος που αγγίζει τις πλέον ευαίσθητες χορδές της ανθρώπινης ψυχής.
Η μεγαλυτέρα επιτυχία του κήρυκα είναι, να του υπενθυμίζουν οι ακροατές του τι
άκουσαν στο παρελθόν από τα χείλη του, ακόμα και όταν ο ίδιος πιθανόν, τα έχει
λησμονήσει…
Είναι εντυπωσιακό όμως το
γεγονός, πως ο μεγάλος μας λογοτέχνης ο κυρ- Αλέξανδρος ο Παπαδιαμάντης,
διαπιστώνει με την κριτική αλλά πάντοτε καλοπροαίρετη σκέψη του για την
Εκκλησία, αυτό το κενό της κηρυγματικής διακονίας στις απαρχές του παρελθόντος
αιώνος όταν ο ίδιος γράφει πως : «Επειδή
το πολύ του λαού διψά θρησκευτικής διδασκαλίας, οι δε αρμόδιοι και υπεύθυνοι
ουδεμίαν μέριμναν λαμβάνουσι προς θεραπείαν της ανάγκης ταύτης….επόμενον ήτο
πολλοί ευσεβείς και καλοπροαίρετοι άνθρωποι να πλανηθώσι, καλή τη πίστει,
ακούοντες τον χριστιανικόν λόγον, έστω και νοθευμένον, παντού όπου ούτος ηχεί»[29].
Το κήρυγμα λοιπόν, οφείλει να
καταρτίζει, να κατηχεί, να είναι μέσα στην εποχή του και όχι να θυμίζει
περασμένες δεκαετίες όπου ο Ιεροκήρυξ ως αυθεντία δεν επιδεχόταν καμίας
αμφισβητήσεως. Αντίθετα, ο κήρυκας του λόγου Του Θεού, οφείλει να προσαρμόσει
τον λόγο του με βάση την εποχή που ζει και καλείται να
γίνει «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς
σώσῃ»[30].
Ο τρόπος του κηρύγματος
αποτελεί θέμα μιας άλλης εισηγήσεως δια την οποίαν δημοσία καταθέτω την
αδυναμία μου να αναπτύξω, μιας και σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ τον εαυτό μου
Ιεροκήρυκα, αλλά διάκονο του άμβωνα! Υπάρχουν πλείστες όσες μελέτες,
πεπαιδευμένων Ιεροκηρύκων, στις οποίες δύναται ο αναγνώστης να ανατρέξει ώστε
να γνωρίσει την εξέλιξη της αρχαίας τέχνης της Ρητορικής στην πορεία της ως
Ομιλητικής και στην παραδεδεγμένη πλέον εκφορά του ιερού κηρύγματος , όπως αυτό
σήμερα αντηχεί στους άμβωνες των Εκκλησιών μας.
Στην απαρχή της ομιλίας
μου, αναφέρθηκα στον χρόνο και νομίζω
πως σε καμία περίπτωση, τουλάχιστον σε αυτό, δεν πρέπει να φανώ ασυνεπής.
Κάποιος έγραψε: «Υπάρχουν τρία είδη κηρυγμάτων, εκείνα που σου
αρέσει να τα ακούσεις, εκείνα που δεν αντέχεις να τα ακούσεις
και εκείνα που πρέπει να τα ακούσεις». Την κατάταξη της παρούσης σε
κάποιο από τα ως άνω αυτά «είδη», την αφήνω σε εσάς. Σε εμέ απομένει η
ευχαριστία, τόσον στον Επίσκοπο για την ευκαιρία αναδίφησης, ένδειξη
εμπιστοσύνης, όσον και σε εσάς που με την προσοχή σας τιμήσατε τον ομιλούντα.
Σας ευχαριστώ.
[1] Εισήγηση
στην Ιερατική Σύναξη της 27ης Ιανουαρίου 2018, στο Συνεδριακό Κέντρο της Ι.Μ. Ελευθερουπόλεως.
[2]Εβρ.1,1.
[3] Ιερ.
52,10.
[4]
Δοξαστικόν εσπερινού εορτής.
[5] Οβδ.
1,3.
[6] Ησαΐας 7, 14.
[7] Γεν.
3,15.
[8]
Λουκ.3,3.
[9] π. Αντ.
Πινακούλα, «Η συνέχεια της Αγίας Γραφής
στο κήρυγμα της Εκκλησίας», Θεολογία, τομ.85, τευχ.4, σ.σ. 81-103.
[10] Π.
Τρεμπέλα, «Ομιλητική», Αθήνα, 1976,
σ.24.
[11] Μτθ.
28,20.
[12] Ά Τιμ.
5,17.
[13]
Χρυσοστόμου, Μητρ. Ελευθερουπόλεως, «Η
τέχνη του άμβωνος κατά τον Ι. Χρυσόστομο», Ελευθερούπολη 2016, σ.15.
[14]
Χρυσοστ. Μητρ. Ελευθερουπόλεως, όπ. σ.17.
[15]
Τρεμπέλας, όπ.π, σ.39.
[16] Όπ.π,
σ.39.
[17]
Τρεμπέλας, όπ.π. σ.43.
[18] Όπ.π.
σ.43.
[19] Όπ.π.
σ.46.
[20] Όπ.π.
σ.47.
[21] Όπ.π.
σ.47.
[22] P.G. 54, 406.
[23] P.G. 62, 484.
[24] P.G. 48, 964-966.
[25] P.G. 60, 64.
[26]
Χρυσοστ. Μητρ. Ελευθερουπόλεως, όπ. σ.12.
[27] Α’ Κορ.
2,4.
[28]
Διονυσίου Λ.Ψαριανού, Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης, «Ο Λόγος του Θεού», τ. Β’, Αθήνα 2007, σ.8.
[29] Αλ.
Παπαδιαμάντη, «Οι ελαφροΐσκιωτοι»,
Άπαντα, τ.Β΄,εκδ. Δομός, Αθήνα 1989, σ. 499.
[30] Α’.
Κορ. 9,22.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου