Στις
25 Νοεμβρίου 1867, με υπόδειξη του τότε μητροπολίτη Φιλίππων, Δράμας και Ζιχνών Αγαθαγγέλου Σχολαρίου
ή Γαβριηλίδη (23.5.1861-25.5.1872), ο αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Αμασείας Σωφρονίου,
Νεόφυτος Παπακωνσταντίνου, γέννημα του Κιουπ-Κιόι (σημ. Πρώτης) και θρέμμα του
Ροδολίβους, πρώην Εικοσιφοινισιώτης μοναχός και Παγγαιώτης από κάθε
άποψη,εξελέγη επίσκοπος Ελευθερουπόλεως, διαδεχόμενος τον μετατιθέμενο στην επισκοπή
ΠολυανήςΜελέτιο[1]. Η επισκοπή
Ελευθερουπόλεως υπαγόταν ως επισκοπή στην πνευματικήδικαιοδοσία του μητροπολίτη
Φιλίππων και Δράμας και Ζιχνών.
Ο Νεόφυτος βρισκόταν τότε στο τριακοστό τέταρτο
ή τριακοστόπέμπτο έτος της ηλικίας του[2]. Ο
ιστορικός των Λακκοβηκίων Αστέριος Γούσιος περιγράφει την κωμόπολη στα 1894 :Ἡ κωμόπολις αὕτη κειμένη κατὰ τὴν ΒΑ γωνίαν τοῦ Παγγαίου ἐν μικρᾷ μὲν καὶ πετρώδει ἀλλὰ τερπνῇ κοιλάδι,
διαιρεῖται ὑπὸ χειμάῤῥου εἰς δύο μέρη, ἅτινα συγκοινωνοῦσι διὰ γεφυρῶν. Ἔχει περὶ τοὺς
3.200 κατοίκους Ἕλληνας, Μωαμεθανοὺς καὶ Ἀθιγγάνους. Εἶνε ἔδρα (το 1894) Μητροπολίτου ὑπὸ τὸν τίτλον Ἐλευθερουπόλεως, ἔχοντος ὑπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν
διοίκησίν του ὑπὲρ τὰ 14 χωρία, ὡς καὶ ὑποδιοικητοῦ (Καϊμακάμη), ὑπαγομένου ὑπὸ τὸν Μουτεσερίφην
Δράμας καὶ ἔχοντος ὑπὸ τὴν πολιτικὴν του διοίκησιν 44 χωρία. Ἔχει μίαν ἐκκλησίαν εἰς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου (πρόκειται
για λάθος – Αγίου Νικολάου) καὶ ἐν
τέμενος… Τὸ πλεῖστον μέρος τῶν κατοίκων ἀσχολεῖται εἰς τὴν ὑποδηματοποιΐαν καὶ βυρσοδεψικήν.
Καθ’ἑκάστην Πέμπτην γίνεται ἀγορά· τὴνδὲΜεγάληνΠέμπτηνἑκάστουἔτους γίνεται
μεγάλη ἀγορὰ (Κέσιμ)[3].
Η
γεωγραφία της επισκοπής είχε σημαντικά αλλάξει, τρια χρόνια πριν την έλευση του
Νεοφύτου στο Πράβι. Τον Μάρτιο του 1864, με πράξη του πατριάρχη Σωφρονίου Γ΄ , η
πατριαρχική εξαρχία Εικοσιφοινίσσης η οποία περιλάμβανε τα χωριά Κορμίστα,
Νικήσιανη και Παλαιοχώρι καταργήθηκε και εντάχθηκε στη δικαιοδοσία της γειτονικής
επισκοπής Ελευθερουπόλεως[4].
Η εξέλιξη αυτή ήταν απαραίτητη, καθώς με την ψήφιση των Γενικών Κανονισμών, που
όριζαν έναν νέο τρόπο διοίκησης στην Εκκλησία, καταργούνταν οι Πατριαρχικές
Εξαρχίες[5].
Ταυτόχρονα η καθιέρωση της μόνιμης τακτικής πατριαρχικής και αρχιερατικής
επιχορήγησης, εκ μέρους των κοινοτήτων προς την Εκκλησία για την συντήρηση των
αρχιερέων, έκανε επιτακτική την ανάγκη διεύρυνσης των ορίων της Επισκοπής
Ελευθερουπόλεως προκειμένου αυτή να μπορεί να συντηρεί τον αρχιερέα της[6].
Σύμφωνα
με τις πληροφορίες που μας δίνει και πάλι ο Αστ.Γούσιος στην εκκλησιαστική
επαρχία της Ελευθερούπολης υπάγονταν οι κοινότητες: Πράβι, Αυλή, Μουσθένη,
Λακκοβήκια (σημ. Μεσολακιά), Τσερέπλιανη (σημ. Ηλιοκώμη), Κρομμύστα, Νικήσιανη,
Παληοχώρι[7].
Τα χωριά Μεσορώπη, Ποδοχώρι, Κάργιανη και Ορφάνι, όσο κι αν φαίνεται χωροταξικά
παράξενο υπάγονταν στη μητρόπολη Ξάνθης, όπως και η ευρύτερη περιοχή της
Καβάλας[8].
Η περιοχή εμφανίζει μεγάλη συγκέντρωση μικρών και μεγαλύτερων μουσουλμανικών
οικισμών και μια πληθυσμιακή μουσουλμανική υπεροχή[9].
Ο
Μανουήλ Γεδεών θεωρεί την εκλογή του Νεοφύτου Παπακωνσταντίνου σε επίσκοπο
Ελευθερουπόλεως, όπως και πιο μπροστά την εκλογή του Ταρασίου Βασιλείου ή
Βασιλειάδη διακόνου της μητρόπολης Δράμας σε βοηθό επίσκοπο με τον τίτλο Χριστουπόλεως,σημαντικές
επιλογές, γιατί κατατάσσει τους δύο αυτούς επισκόπους μεταξύ των …ἐπὶτῇδιοικητικῇ ἐμπειρία, φιλομουσίᾳ, ἢ παιδείᾳ διακριθέντων ἀρχιερέων…,
κατά τη δεύτερη πατριαρχία του Γρηγορίου Στ΄ του Φουρτουνιάδη του από Σερρών
Οικουμενικού Πατριάρχη (10.2.1867 -10.6.1871)[10].
Για
την περίοδο της αρχιερατείαςτου Νεοφύτου στην επισκοπή Ελευθερουπόλεως, που διήρκησε συνολικά λίγο περισσότερο από τέσσερα έτη, έως τις 19
Φεβρουαρίου του 1872[11],
αλλά στην πραγματικότητα μόνο τρία καθαρά, καθώς ο Νεόφυτος συμμετείχε σε διάφορες
αποστολές του Πατριαρχείου, μας πληροφορεί δυστυχώς, μόνο ο Γεώργιος
Παπαδόπουλος, στο έργο του «Η σύγχρονος ιεραρχία της Ορθοδόξου Ανατολικής
Εκκλησίας», το οποίο δημοσιεύτηκε στην
Αθήνα το 1895, σύμφωνα με την έρευνα που διεξήγαγε ο ομότιμος σήμερα καθηγητής
του ΑΠΘ Απόστολος Γλαβίνας[12].
Αλλά οι πληροφορίες που δίνει είναι επίσης περιορισμένες.Ωστόσο, σημαντικές
πληροφορίες για την ολιγόχρονη παρουσία και δραστηριότητα του επισκόπου
Νεοφύτου στο Πράβι λαμβάνουμε από δημοσίευμα της εποχής στον τύπο της
Κωνσταντινούπολης το οποίο, αρκετά γλαφυρά, μας περιγράφει την προσωπικότητα
και τη δράση του ποιμενάρχη. Δεν δηλώνεται ο συντάκτης του, αλλά από το κείμενο
προκύπτει ότι πιθανότατα αυτός να ήταν ο διδάσκαλος της Σχολής του Πραβίου Θ.
Πούσιος ο οποίος στέλνει την ανταπόκρισή του χρονικά λίγο μετά την αναχώρηση
του επισκόπου για τη Φιλιππούπολη, τη νέα του επαρχία, στις αρχές του Φεβρουαρίου
του 1872[13].
Ο
διδάσκαλος του Πραβίου Θ. Πούσιος περιγράφοντας τον χαρακτήρα και τα χαρίσματα
του επισκόπου Νεοφύτου αναφέρει: Η Α.Π., ἐκτὸς πολλῶν ἀρετῶν καὶ
πλεονεκτημάτων, εἶναι καὶ τοὺς τρόπους εὐγενὴς καὶ τὴν συμπεριφορὰν εὐπροσήγορος, ὥστε διὰ τῆς γλυκύτητος τῶν
λόγων τοῦ ἑλκύει τάς καρδίας τῶν ἐρχομένων εἰς συνδιάλεξιν· ὡς εκ τούτου δὲ καὶ πᾶς ὁ ἔχων ἀνάγκην τῆς συμβουλῆς
του προσήρχετο ἀφόβως ὡς πρὸς ἀληθῆ πατέρα. Καθ΄ ὅλον δὲ τὸ διάστημα τῆς ἀρχιερατείας αὐτοῦ ἔδειξε διαγωγὴν ὅλως ἀρχιεροπρεπὴ καὶ ἀνεπίληπτον καὶ
σέμνωμα καὶ εὐτύχημα ἐθεωροῦμεν ὅτι ἐποιμανόμεθα ὑπὸ τοιούτου ἀρχιερέως[14].
Ο
επίσκοπος Νεόφυτος από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στο Πράβι επέδειξε
μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στην επαρχία του.
Σύμφωνα με το προαναφερθέν δημοσίευμα: …Η
Α.Π. ἄκρατον ἔχων φιλομουσίαν καὶ ζῆλον πρὸς τὰ καλά, ἀφ΄ ἧς ἐγκατέστη ἐν τῇ ἐπισκοπῇ Ἐλευθερουπόλεως δὲν ἔπαυσε προτρέπων τοὺς συμπολίτας ἡμῶν καὶ τοὺς
κατοίκους τῶν πέριξ χωρίων πρὸς τὰ γράμματα[15].
Η
ενίσχυση του εκπαιδευτικού έργου ήταν από τα πρώτα ενδιαφέροντα του νέου
επισκόπου ο οποίος …ἐπελάβετο δραστηρίως
τῆς ἐνισχύσεως τῆς παιδείας ἀνὰ πάσας τάς κώμας καὶ τὰ χωρία, τὰ ὑπαγόμενα ὑπὸ τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ δικαιοδοσίαν,
προαγαγὼν ἰδίᾳ τὴν σχολὴν τοῦ Πραβίου…[16].
Η
κατάσταση της παιδείας ήταν φυσικό να απασχολήσει τον νέο επίσκοπο. Ιδιαίτερα στην
έδρα του το Πράβι, το οποίο όφειλε να καταστεί το κέντρο όλης της εκπαιδευτικής
δραστηριότητας στην μακεδονική αυτή επαρχία η οποία, ελεύθερη από άλλες
προπαγάνδες, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ασφαλές κέντρο του ελληνισμού στην
περιοχή. Ο διδάσκαλος Θ. Πούσιος, στενός συνεργάτης του Νεοφύτου στην
πραγματοποίηση των οραμάτων του σημειώνει χαρακτηριστικά για την πρόοδο της
Σχολής στο Πράβι: Ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας αὐτοῦ ἠξιώθημεν να ἴδωμεν καὶ ἐξετάσεις τῆς σχολῆς καὶ νὰ παραστῶμεν αὐτήκοοι
μάρτυρες τῶν μαθητῶν ἐξεταζομένων εἰς ἑλληνικά, γεωγραφίαν, ἱστορίαν καὶ λοιπὰ
μαθήματα περὶ ὧν δὲν εἴχομεν ἀκούσει πρότερον[17].
Ωστόσο,
η έλλειψη χρηματικών πόρων για την επίτευξη των σχεδίων ήταν από τα πρώτα
εμπόδια που έπρεπε να αντιμετωπιστούν: Τὴν σχολὴν τῆς
κωμοπόλεως ἡμῶν εὐρῶν εἰς ἔκρυθμον καὶ λυπηρὰν κατάστασιν, ἐφρόντισε μετὰ πατρικῆς στοργῆς καὶ ἀξιεπαίνου ἐπιμελείας
να βελτιώσῃ, καίτοι δυστυχῶς στερεῖται πόρων πρὸς τὴν πρέπουσαν διατήρησιν αὐτῆς[18].
Η
δυσκολία εξεύρεσης πόρων για την ομαλή λειτουργία και συντήρηση του σχολείου,
τη μισθοδοσία των διδασκάλων, την προμήθεια των βιβλίων, την εισαγωγή νέων και
σύγχρονων μεθόδων διδασκαλίας και την παροχή υποτροφιών στους άπορους μαθητές, αποτελούσε ίσως
το πιο βασανιστικό πρόβλημα το οποίο είχε να αντιμετωπίσει ο Νεόφυτος, λόγω και
του οικονομικού μαρασμού της εποχής ο οποίος είχε προκαλέσει σημαντικές
δυσκολίες και προβλήματα στην επιβίωση των κατοίκων της επαρχίας μη δυναμένων
να καλύψουν ακόμη και τη συντήρηση του επισκόπου τους :Ἐπειδὴ τὰ χωρία τῆς ἐπισκοπῆς Ἐλευθερουπόλεως εἶναι ὀλιγώτατα καὶ ἐν τοῖς πλείστοις ἐπικρατεῖ μεγάλῃ ἔνδειᾳ,
πολλοὶ δυσκολεύονται μεγάλως να πληρώσωσι τὸ ποσὸν 28 γροσίων καὶ 20 παράδων ἅπερ ἀνήλωσαν εἰς ἕκαστον στέφανον μετὰ τὴν ἐφαρμογὴν τῆς ἀρχιερατικῆς ἐπιχορηγήσεως καὶ ἐφ΄
ὅσον παρατείνεται ἡ κατάστασις αὕτη ὁ κατὰ καιρὸν ἀρχιερεὺς θὰ ὑφίσταται πολλὰς ζημίας.
Ἐπὶ τούτῳ συνετάχθη καὶ πέμπεται ἀναφορὰτῶν κατοίκων πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, οἵτινες καὶ προφορικὼς παρεκάλεσαν τὴν
Α.Π. να ἐκθέσῃ τὸ πρᾶγμα...[19].
Η
κατάσταση αυτή οδήγησε τον επίσκοπο να αποταθεί στον μόνο ενεργό και δραστήριο
φιλεκπαιδευτικό παράγοντα της ευρύτερης περιοχής, που δεν ήταν άλλος από τον
Μακεδονικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο των Σερρών ο οποίος ενίσχυε και συντόνιζε το
φιλεκπαιδευτικό έργο σε ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία, ενώ με τη λειτουργία
του διδασκαλείου του φιλοδοξούσε να καταστήσει αυτάρκη τον μακεδονικό χώρο στην
εξασφάλιση διδασκάλων στα σχολεία όλων των κοινοτήτων της περιοχής[20].Η
ανάπτυξη στις Σέρρες ακμαίων και καλά στελεχωμένων εκπαιδευτηρίων μέσης και
ανώτερης εκπαίδευσης επηρέασε θετικά, όπως ήταν φυσικό, και τη γειτονική, γύρω
από το Παγγαίο, περιοχή. Ήδη, από τη δεκαετία του 1870, στις κωμοπόλεις και στα
μεγαλύτερα χωριά Παγγαίου…ἤρξατο ὑποκινούμενος
ὁ πρὸς τὰ γράμματα ζῆλος καὶ ἅμιλλά τις ἀναπτυσσομένη,…[21].
Μάλιστα, ο ίδιος ο επίσκοπος Νεόφυτος υπήρξε, πιθανότατα από τα πρώτα, μέλος
του Μακεδονικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου των Σερρών[22].
Με
τη λειτουργία τους οι Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι υπέδειξαν, κατά τον Κυριάκο Μπονίδη,
ένα αποκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης και λειτουργίας της εκπαίδευσης. Η σύστασή
τους συνέπεσε με την εμφάνιση του βουλγαρικού εθνοφυλετικού ζητήματοςστη
Μακεδονία, αλλά και στον υπόλοιπο αλύτρωτο ελληνισμό σε μια χρονική περίοδο που
το ελληνικό κράτος επιχειρούσε έντονη δραστηριότητα για την ενίσχυση της ελληνικής
παιδείας[23].Ήταν λοιπόν
πολύ φυσικό να ευαισθητοποιηθεί ο Νεόφυτος για την παιδεία, αφού ο ίδιος με ασυνήθιστες
ταλαιπωρίες μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να εισαχθεί στη Θεολογική Σχολή της
Χάλκης. Το 1858 μάλιστα είχε εργασθεί και ως διδάσκαλος στη φημισμένη σχολή της
Αλιστράτης στην οποία είχε φοιτήσει και ο ίδιος[24].
Η
στήριξη του Μακεδονικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Σερρών προς τη Σχολή του
Πραβίου αποτέλεσε σημαντική πρόοδο στα εκπαιδευτικά της κωμόπολης ικανοποιώντας
τον επίσκοπο και τους κατοίκους της: Ἐπειδὴ δὲ
ὁ λόγος περὶ τῆς σχολῆς ὀφείλω ἐνταῦθα νὰ ποιήσω ἔντιμον μνείαν τοῦ ἐν Σέῤῥαις μακεδονικοῦ Φιλολογικοῦ
Συλλόγου, ὅστις μέγα ἐνδιαφέρον ἐπιδείκνυται ὑπὲρ τὴν πρόοδον σχολῆς ἡμῶν καὶ εκτὸς τῆς προσφορᾶς διδακτικῶν
βιβλίων δι΄ ἀπόρους μαθητὰς ἐνέκρινε να χορηγῇ κατ΄ ἔτος 10 λίρας εἰς τὴν σχολὴν ὑπὸ τὸν ὄρον τοῦ νὰ διατηρῆται ἐν αὐτῇ
βοηθός· δι΄ ὃ καὶ ἡ κοινότης ἡμῶν πολλὴν ὁμολογεῖ τὴν εὐγνωμοσύνην[25]. Για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος
1872-1873 η Σχολή του Πραβίου δέχτηκε επιχορήγηση 25 οθωμανικών λιρών και από
τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο της Κωνσταντινούπολης[26].
Πιθανολογούμε ότι και η επιχορήγηση αυτή οφειλόταν σε ενέργειες του επισκόπου
Νεοφύτου ο οποίος έφυγε από το Πράβι στις αρχές του 1872.
Έτσι,
ο Νεόφυτος ήταν ουσιαστικά αυτός που έθεσε τις βάσεις για την εύρρυθμη
λειτουργίας της Σχολής του Πραβίου εξασφαλίζοντας τη συνέχεια και την συντήρησή
της, Ο Ν. Φιλιππίδης,μερικά χρόνια αργότερα, στα 1877, δημοσιεύει για το Πράβι:
…350 χριστιανικαὶ οἰκογένειαι τοῦ Πραβίου διατηροῦσι δὲ
πάντοτε ἐν ἀνθηρᾷ καταστάσει τῇ συνδρομῇ τοῦ ἑκάστοτε τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπου ἑλληνικὸν σχολεῖον…[27].Στα τέλη της δεκαετίας του 1870
εμφανίζεται ότι λειτουργεί στο Πράβι και η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα «Πρόνοια»
χωρίς όμως να είναι ακριβής ο χρόνος της ίδρυσής της ο οποίος πιθανότατα να
συμπίπτει με την αρχιερατεία του Νεοφύτου στην περιοχή[28].
Ταυτόχρονα
με το ενδιαφέρον του για την ανάπτυξη της εκπαίδευσης στην επαρχία του, ο
Νεόφυτος ενδιαφέρθηκε και για την προώθηση του ποιμαντικού και κοινωνικού έργου
σε αυτήν. Ακολουθώντας το παράδειγμα και άλλων περιοχών και με την παρότρυνση
του επισκόπου ιδρύθηκε στο Πράβι Φιλόπτωχος Αδελφότητα. Η ίδρυση του συλλόγου
αυτού ίσως ήταν ένα από τα τελευταία έργα που πραγματοποιήθηκαν στην περίοδο
της ολιγόχρονης αρχιερατείας του Νεοφύτου πριν δηλαδή τη μετάθεσή του στην
μητρόπολη της Φιλιππούπολης. Όπως διαπιστώνεται από το σχετικό δημοσίευμα, η
ίδρυση της Αδελφότητας μόνο ικανοποίηση και χαρά θα προκαλούσε στον πληθυσμό
της περιοχής ο οποίος πλέον δεν θα υστερούσε έναντι των άλλων μακεδονικών
κέντρων: Μετὰ χαρὰς ἀναγγέλλω προσέτι ὅτι ἐν τῇ κωμοπόλει ἡμῶν
συνέστη πρὸ τίνος Φιλόπτωχος Ἀδελφότης σκοπὸς τῆς ὁποίας εἶναι ὅπως δι΄ εὐτελοῦς τινος
μηνιαίας συνδρομῆς τῶν τακτικῶν μελῶν, ἅτινα ἄχρι τοῦδε ἀνέρχονται εἰς 115, καὶ διὰ προαιρετικῶν προσφορῶν τῶν εὐεργετῶν τείνῃ ἀρωγὸν χεῖρα εἰς
πάντα πάσχοντα καὶ δυστυχῇ μὴ δυνάμενον να προσκαλέσῃ ἰατρὸν καὶ νὰ βοηθῇ πτωχοὺς καὶ εὐφυεῖς μαθητάς[29].
Πολύ
ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία ότι τα μέλη της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Πραβίου
συνέρχονταν κάθε Κυριακή στο κτήριο του σχολείου της κωμόπολης για να ακούσουν
από τον διδάσκαλο την ερμηνεία και εξήγηση του Ευαγγελίου της Κυριακής με τις
απαραίτητες φυσικά ηθικές προεκτάσεις για την καλύτερη κατανόησή του[30]:
Τὸ εὐχάριστον εἶναι προσέτι ὅτι τὰ μέλη αὐτῆς
κατά τι ἄρθρον τοῦ κανονισμοὺ συνέρχονται καθ΄ ἑκάστην κυριακὴν εἰς τὸ κατάστημα τῆς Σχολῆς ἀκροώμενα τῆς ἑρμηνείας τοῦἱ εροῦ Εὐαγγελίου μετ΄
ἠθικῆς τινος καὶ πρακτικωτέρας ὁμιλίας πρὸς κατάληψιν γινομένης ὑπὸ τοῦ ἑλληνοδιδασκάλου
κ. Θ. Πουσίου[31].
Ο
επίσκοπος Νεόφυτος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αναγκαιότητα
λειτουργίας της παραπάνω αδελφότητας προκειμένου να στηριχθεί το φιλανθρωπικό
και παράλληλα ποιμαντικό έργο στην επισκοπή του: Η Α.Π.
μετὰ τὴν τελευταίαν μυσταγωγίαν, ἣν ἐποίησεν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῆς κωμοπόλεως ἡμῶν τὴν κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας ἔσπευσε
να ἐνθαῤῥύνη διὰ τῆς παρουσίας αὐτοῦ τὴν σύστασιν τῆς ἀδελφότητος καὶ παροτρύνη πάντας ὅπως μὴ φαίνωνται ἀμελεῖς τοῦ νὰ προσέρχωνται εἰς ἀκρόασιν,
ὑποδείξας ὅτι ἐκ τῆς συστάσεως τῶν ἀδελφοτήτων ἀναπτύσσεται τὸ αἴσθημα τῆς φιλανθρωπίας
καὶ τῆς πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης ἥτις πρέπει να διακρίνῃ τὸν ἀληθῆ χριστιανόν[32].
Όπως
προαναφέρθηκε, ένα μεγάλο μέρος τού,σχετικά σύντομου,χρόνου της αρχιερατείας
του ο Νεόφυτος το πέρασε εκτός των ορίων της επισκοπής του. Το Πατριαρχείο
φαίνεται ότι εκτιμούσε την κρίση και τις διοικητικές ικανότητες του Νεοφύτου,
το ήθος του, τη διαλλακτικότητά του, τη μόρφωσή του και την αφοσίωσή του στην
Εκκλησία. Ήδη από τον πρώτο χρόνο της αρχιερατείας του στο Πράβι ο επίσκοπος
Νεόφυτος στάλθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε εξαρχική αποστολή στην
Ξάνθη με σκοπό την επιτόπου …ἐξομάλισιν δυσχερειῶν τινων ἀναφυεισῶν ἐν τῇ
πόλει ἐκείνῃ… τις οποίες και αντιμετώπισε με επιτυχία[33].
Η
νομή των μοναστηριακών κτημάτων της μονής Καλαμούς αλλά και των άλλων μονών της
Ξάνθης προκάλεσε έντονη διένεξη ανάμεσα
στον μητροπολίτη Ξάνθης Διονύσιο Μπίστη (25.2.1861-16.3.1867), τον προύχοντα της Γενισέας
Αθανάσιο Κουγιουμτζόγλου και άλλους καπνέμπορους και γαιοκτήμονες της περιοχής.
Αποτέλεσμα, να κηρυχθεί έκπτωτος ο Διονύσιος και να απομακρυνθεί από τη
μητρόπολη Ξάνθης[34].
Σε
αναγνώριση των υπηρεσιών του στην Εκκλησία και το Γένος, στις αρχές Σεπτεμβρίου
του 1869, μετά από σύσταση του πατριάρχηΓρηγορίου ΣΤ', απονεμήθηκε στον
επίσκοπο Ελευθερουπόλεως Νεόφυτο το παράσημο Μεδζιτιέ Δ' βαθμού[35].
Αντίστοιχα, σχεδόν ολόκληρο το 1871, ο
επίσκοπος Νεόφυτος παρέμεινε στο Νευροκόπι, το οποίο υπαγόταν, ως αρχιερατική
περιφέρεια, στην ευρύτατη μητρόπολη Φιλίππων, Δράμας, Ζιχνών και Νευροκοπίου. Ο
επίσκοπος Νεόφυτος στάλθηκε επ’αόριστον εκεί, ως επίτροπος του μητροπολίτη Δράμας
Αγαθαγγέλου[36],προκειμένου
να αντιμετωπιστεί, με την επί τόπου παρουσία και διαμονή επισκόπου, η ανώμαλη
κατάσταση που προκλήθηκε λόγω των βουλγαρικών βλέψεων και ενεργειών οι οποίες
άρχισαν να υποσκάπτουν το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην περιοχή[37].
Ο Νεόφυτος επιχείρησε τον συμβιβασμό μεταξύ των κατοίκων μετά τη διαίρεση που
προκλήθηκε και εκεί από τις βουλγαρικές διασπαστικές ενέργειες[38].
Επέστρεψε από το Νευροκόπι στην έδρα
του, το Πράβι, τον Δεκέμβριο του 1871 παραμένοντας όμως ελάχιστα, καθώς στις 19
Ιανουαρίου του 1872 εκλέχτηκε μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως μετά την καθαίρεση
του βουλγαρίζοντος μητροπολίτη Παναρέτου[39].
Το
ποίμνιο της επισκοπής Ελευθερουπόλεως δεν πρόλαβε λοιπόν να χαρεί την παρουσία
του επισκόπου κοντά του. Η είδηση της μετάθεσής του έγινε δεκτή με ανάμεικτα
συναισθήματα: Ὅτε ἐγνώσθη ἐνταῦθα ὅτι προβιβάζεται
ἡ Α.Π εἰς τὸν θρόνον Φιλιππουπόλεως, ἐχάρημεν μὲν ἀφ΄ ἑνὸς διότι ἡ Ἐκκλησία γεραίρουσα τὴν ἀφοσίωσιν καὶ τὸ ζῆλον τῆς
Α.Π. τήν τε παιδείανκαὶ τάς εὐαγγελικὰς ἀρετάς, ὑφ΄ ὧν περικοσμεῖται προήγαγεν ἐπαξίως
σφόδρα δὲ ἀφ΄ ἑτέρου ἐλυπήθημεν ὅτι μέλλομεν στερηθῆναι ἀγαθοῦ καὶ φιλοστόργου πατρὸς καὶ ἱεράρχου
συναισθανομένου, εἴπερ τις καὶ ἄλλος, τὴν ἱερότητα τῆς ἀποστολῆς αὐτοῦ·…[40].
ΟΝεόφυτος
ήταν γνωστός γιατην ακεραιότητα του χαρακτήρα του,τον ανεπίληπτο βίο του,την
ευγένεια, την ειλικρίνεια, τη διαλλακτικότητά του και την αφιλοχρηματία του,γνωρίσματα
που συγκροτούσαν μία ολοκληρωμένη προσωπικότητα, η οποία έχαιρε τη γενικότερη
εκτίμηση και τον προσήκοντα σεβασμό από το ποίμνιό του[41].
Το προαναφερθέν δημοσίευμα μας προσφέρει σημαντικές λεπτομέρειες από τον
αποχαιρετισμό του εκ μέρους του ποιμνίου του και τις τελευταίες παραινέσεις του
επισκόπου: Χθὲς σύμπασα ἡ κωμόπολις ἡμῶν
προέπεμψε τὸν τέως ἡμέτερον ἀρχιερέα κ. Νεόφυτον ἀπερχόμενον εἰς Κωνσταντινούπολιν ὅπως ἐκεῖθεν μεταβὴ καὶ ἀναλάβῃ τὰ ὑψηλὰ αὐτοῦ
καθήκοντα εἰς τὴν νέαν ἐπαρχίαν αὐτοῦ τὴν Φιλιππούπολιν. Ἀπὸ πρωίας ἠχοῦντος τοῦ
κώδωνος τῆς ἐκκλησίας, πάσης τάξεως καὶ ἡλικίας ἄνθρωποι συνέῤῥεον μετὰ σπουδῆς εἰς τὸ οἴκημα τῆς
μητροπόλεως ὅπως ἀσπασθῶσιν εὐλαβῶς τὴν δεξιὰν τῆς Α. πανιερώτητος καὶ ἐπευχηθῶσιν αὐτῷ τὸ κατευόδιον.
Οἱ ἔφοροι τῆς σχολῆς μετὰ τῶν διδασκάλων παρέταξαν τοὺς μαθητὰς στοιχηδὸν, οἵτινες ἔψαλλον ὕμνον τινὰ ποιηθέντα πρὸς τιμὴν τῆς
Α. πανιερότητοςὑπὸτοῦἑλληνοδιδασκάλου κ. Θ. Πουσίου. Μεθ΄ ὅ ἡ Α. πανιερότης σφόδρα συγκεκινημένος ἐπὶ τῇ ἐκδηλώσει ταύτῃ τοῦ σεβασμοὺ καὶ τῆς
λύπης, ἥτις ἐξεικονίζετο εἰς τὰ πρόσωπα πάντων διὰ τὴν ἀναχώρησιν αὐτοῦ, ἐπηύξατο τὰ εἰκότα,
συστήσασα τοῖς πᾶσι τὴν ὁμόνοιαν καὶ τὴν ἀγάπην καὶ ὑποδείξας τὴν ἀνάγκην τοῦ ν΄ ἀντέχωνται ἀπρὶξ τῶν
γραμμάτων,καὶ τοῦ μόνου μέσου ἐξοὗ πηγάζει ἡ ἠθικὴ καὶ διανοητικὴ πρόοδος καὶ ἡ ἀληθὴς τοῦ ἀνθρώπου εὐδαιμονία.
Εἶτα δὲ ἐκκινήσασα καὶ παρακολουθούμενη ὑπὸ τοῦ πλήθους ἐξῆλθε πεζῇ μέχρις ἑνὸς
τετάρτου ἔξω τῆς κωμοπόλεως, ἐκεῖθεν δ΄ ἱππεύσασα καὶ ἐπευχηθεῖσα καὶ αὖθις τοὺς
πάντας πατρικῶς ἀνεχώρησε διὰ Καβάλλαν συνοδευομένη μεταξὺ ἄλλων καὶ ὑπὸ τῆς Α.
θεοφιλίας τοῦ ἁγίου Χριστουπόλεως[42],
σπεύσασα αὐθορμήτως νὰ προπέμψῃ τὴν Α. πανιερότητα… Τὴν Α.Π. ηὐχαρίστησε διὰ συγκινητικοῦ
λογυδρίου ὁ κ. Θ. Πούσιος παραστήσας τὴν βαθεῖαν λύπην, ἣν αἰσθάνονται ἅπαντες διὰ τὴν στέρησιν τῆς
Α.Π.[43].
Η
απομάκρυνση ωστόσο ενός επισκόπου ο οποίος παρά το ολιγόχρονο άφησε εξαιρετικές
εντυπώσεις στην επαρχία του προκαλούσε την αγωνία για τη συνέχεια. Ιδιαίτερα το
ενδιαφέρον προκαλούσε η συνέχεια και ανάπτυξη του εκπαιδευτικού έργου και ο
ρόλος τον οποίο καλείται να διαδραματίσει σε αυτό ο επίσκοπος. Τα λόγια του
διδάσκαλου Θ. Πούσιου είναι χαρακτηριστικά: Τὴν λύπην δὲ ἣν αἰσθανόμεθα διὰ τὴν στέρησιν τῆς
Α.Π. μετριάζει ἡ παρήγορος ἐλπὶς ὅτι ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία θέλει ἀποστείλη ἡμῖν ὡς διάδοχον ἐφάμμιλλόν τινα τῆς
Α.Π., τόσῳ δὲ μᾶλλον προαγώμεθα να ἐλπίζωμεν τοῦτο, καθ΄ ὅσον ὁ τόπος ἡμῶν πλὴν ἄλλων πολλῶν ελλείψεων,
στερεῖται ἀνδρῶν λογίων μὴ δυναμένων να συντελέσωσι πρὸς τὴν καλλιέργειαν τῶν
γραμμάτων ἐν ἐποχῇ, καθ΄ἣνβλέπομεν ὅτι πολὺς ἀνεπτύχθη ὀργασμὸς πρὸς τὴν μάθησιν. Παρ΄ ἡμῖν,
ὅ,τι καλὸν δύναται να προκύψῃ εἰς τὸν τόπον, περιμένεται μόνον ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἀρχιερέως, ὅστις θεωρεῖτα ιὡς
ὁ μοχλὸς εἰς πᾶν κοινωφελὲς ἔργον· δέον ὅμως ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας να ληφθῇ πρόνοια καὶ ἐξευρεθῇ
θεραπεία τις καὶ εἰς τὸ ἑξῆς[44].
Ο
Νεόφυτος έφυγε από το Πράβι τον Φεβρουάριο του 1872. Λίγους μήνες μετά, στις 13
Μαΐου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Γ΄ προχώρησε στην καθαίρεση του Βουλγάρου
εξάρχου Ανθίμου και άλλων κληρικών της Εξαρχίας. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους,
η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, που με τον όρο της καταδίκασε
τον εθνοφυλετισμό στους κόλπους της Εκκλησίας, οριστικοποίησε το σχίσμα με τη Βουλγαρική
Εκκλησία. Μια νέα δύσκολη περίοδος ξεκινά για τους ορθόδοξους πληθυσμούς του
μακεδονικού και θρακικού χώρου[45].
Ο Νεόφυτος Παπακωνσταντίνου με την εμπειρία που απέκτησε στην Ελευθερούπολη και
το Νευροκόπι ξεκινά τη σταδιοδρομία του που θα τον οδηγήσει στον Πατριαρχικό
θώκο.
Σας ευχαριστώ.
Αρχ.
Θωμάς Δ. Ανδρέου, Δρ. Θεολογίας- Δρ. Ιστορίας- Εθνολογίας
*Εισήγηση στο 2ο
Συνέδριο τοπικής ιστορίας Παγγαίου Σάββατο 20
Οκτωβρίου 2018 Δημοτικό
Αμφιθέατρο Ελευθερουπόλεως.
Υποσημειώσεις :
[1] Σύντομο
βιογραφικό, καθώς και τον επικήδειο του πατριάρχη Νεοφύτου δημοσίευσε η Εκκλησιαστική Αλήθεια 33 (1909) 212-213,
262-264.
[2]Απ. Γλαβίνας, Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Η΄ ο
Παπακωνσταντίνου από το Ροδολίβος (1833-4/5 Ιουλίου 1909). Βιογραφία, Δήμος
Αμφίπολης 2014.
[3]Αστ. Γούσιος, Η κατά το Παγγαίον χώρα, Λακκοβηκίων.
Τοπογραφία, ήθη, έθιμα και γλώσσα, Εν Λειψία 1894, σ. 4, 5.
[4]Αιμ. Μαυρουδής, Η ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως,
Θεσσαλονίκη 2003, σ. 121, 122.
[5]Μ. Παΐζη-Αποστολοπούλου, Ο θεσμός της Πατριαρχικής Εξαρχίας (14ος-19ος
αι.), Αθήνα 1995, σ. 74, 75.
[6]Αιμ. Μαυρουδής, Η ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως,
σ. 122, σημ. 56.
[7]Αστ. Γούσιος, Η κατά το Παγγαίον χώρα, Λακκοβηκίων.
Τοπογραφία, ήθη, έθιμα και γλώσσα, Εν Λειψία 1894, σ. 19.
[8]Γ. Αψηλίδης, «Η εκκλησιαστική υπαγωγή του χωριού
Πεθελινού κατά τον ΙΗ' και ΙΘ' αιώνα και η απογραφή του πληθυσμού του άπότό
Μητροπολίτη Ξάνθης Καλλίνικο Β'», Χρονικά
Πεθελινού, τ. 1 (Σέρρες, 1996) 33-46.
[9]Ελ. Μητροπούλου, «Ανασκόπηση της
εκπαιδευτικής κίνησης στους καζάδες Καβάλας, ΣαρίΣαμπάν και Πραβίου
(1870-1914)», στο Ν. Τερζής-Σ. Ζιώγου (επιμ.), Η εκπαίδευση στη Μακεδονία κατά την Τουρκοκρατία. Πρώτη προσέγγιση και
απογραφή, Θεσσαλονίκη 1997,
[10]Μ. Γεδεών, Αποσημειώματα Χρονογράφου 1800-1913, Εν Αθήναις 1932, σ. 242-243.
[11]Αιμ. Μαυρουδής, Η ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως,
σ. 198, 199.
[12]Βλ. στην ολοκληρωμένη βιογραφία του Νεοφύτου στο Απ.
Γλαβίνας, Ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Νεόφυτος Η΄ ο Παπακωνσταντίνου από το Ροδολίβος (1833-4/5 Ιουλίου 1909).
Βιογραφία, Δήμος Αμφίπολης 2014.
[13]Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος
969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον 7/19.3.1872).
[14]Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος 969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον
7/19.3.1872).
[15]Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος
969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον 7/19.3.1872).
[16]Γ. Παπαδόπουλος, Η σύγχρονος Ιεραρχία, σ. 358.
[17]Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος
969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον 7/19.3.1872).
[18]Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος
969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον 7/19.3.1872).
[19]Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος 969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον
7/19.3.1872).
[20]Βλέπε σχετικά στο Ι. Μπάκας,
«Μακεδονικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Σερρών. Συμβολή στη μελέτη των εκπαιδευτικών
και εκκλησιαστικών ζητημάτων των ελληνικών κοινοτήτων κατά το δεύτερο μισό του
19ου αιώνα», Εύπλοια: εόρτιος
τόμος για τη δεκαετηρίδα του Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού
Παρευξείνιων Χωρών του ΔΠΘ, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 155-182.
[21]Αστ. Γούσιος, Η κατά το Παγγαίον χώρα, Λακκοβηκίων.
Τοπογραφία, ήθη, έθιμα και γλώσσα, Εν Λειψία 1894, σ. 19.
[22]Ι. Θεοδωρίδης, Μακεδονικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος εν
Σέρραις, Εν Θεσσαλονίκη 1872, σ. 23.
[23]Κ. Μπονίδης, Οι Ελληνικοί Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι ως φορείς εθνικής παιδείας και
πολιτισμού στη διαφιλονικούμενη Μακεδονία (1869-1914), Θεσσαλονίκη-Αθήνα
1996, σ. 191, 192.
[24]Ι. Μπάκας, «Σερραίοι μητροπολίτες
και κληρικοί στην Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα», Ο κόσμος της Ορθοδοξίας στο παρελθόν και στο
παρόν, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 359.
[25]Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος 969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον
7/19.3.1872).
[26]Κ. Μπονίδης, Οι Ελληνικοί Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι ως φορείς εθνικής παιδείας και
πολιτισμού στη διαφιλονικούμενη Μακεδονία (1869-1914), Θεσσαλονίκη-Αθήνα
1996, σ. 119.
[27]Ν. Φιλιππίδης, «Περιήγησις των εν
Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζιχνών και Ελευθερουπόλεως», Παρνασσός 1 (1877) 132.
[28]Κ. Μπονίδης, Οι Ελληνικοί Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι ως φορείς εθνικής παιδείας και
πολιτισμού στη διαφιλονικούμενη Μακεδονία (1869-1914), Θεσσαλονίκη-Αθήνα
1996, σ. 54.
[29]«Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος 969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον
7/19.3.1872).
[30]Ι. Μπάκας, «Η
θρησκευτική αγωγή στα ελληνικά σχολεία των επαρχιών του Οικουμενικού
Πατριαρχείου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα», Αλεξανδρινός Αμητός. Αφιέρωμα στη μνήμη του Ι. Μ. Χατζηφώτη, τ. 1,
Αλεξάνδρεια 2008, σ. 359.
[31]«Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος 969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον
7/19.3.1872).
[32]«Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος 969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον
7/19.3.1872).
[33]Γ. Παπαδόπουλος, Η σύγχρονος Ιεραρχία, σ. 358.
[34]Π. Γεωργανιζής, Συμβολή στην Εκκλησιαστική Ιστορία της Ιερής
Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ξάνθη 2009, σ. 479-500.
[35]Β Καλλίφρονος, Εκκλησιαστικά ή ΕκκλησιαστικόνΔελτίον,
τ. 6, Εν Κωνσταντινουπόλει 1871, σ. 26.
[36]Αγαθάγγελος Σχολάριος ή
Γαβριηλίδης (1861-1872). Διακρίθηκε ιδιαίτερα για το ενδιαφέρον του στην
ανάπτυξη της παιδείας και την ίδρυση σχολείων (Διον. Κυράτσος, Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας,
Δράμα 1995, σ. 105-106).
[37]Γ. Παπαδόπουλος, Η σύγχρονος Ιεραρχία, σ. 359.
[38]Αιμ. Μαυρουδής, Η ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως,
σ. 198.
[39]Γ. Παπαδόπουλος, Η σύγχρονος Ιεραρχία, σ. 359.
[40]«Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος 969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον
7/19.3.1872).
[41]Βασίλειος Σταυρίδης, Οι Οικουμενικοί Πατριάρχαι 1860-σήμερον,
Θεσσαλονίκη 1977, σ. 346.
[42]Ο επίσκοπος ΧριστουπόλεωςΤαράσιος
Βασιλειάδης καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή
της Χάλκης και ως κληρικός και επίσκοπος υπηρέτησε στις μητροπόλεις Δράμας,
Εφέσου και Ηλιουπόλεως. Ως μητροπολίτης Ηλιουπόλεως ασχολήθηκε με αρχαιολογικές
έρευνες ενώ κατείχε σπουδαία βιβλιοθήκη(Μ. Γεδεών, Αποσημειώματα
Χρονογράφου, Εν Αθήναις
1932, σ. 243).
[43]Ιδιαιτέρα αλληλογραφία, Νεολόγος 969 (18/30.3.1872) 3 (Πράβιον
7/19.3.1872).
[44]Ιδιαιτέρα
αλληλογραφία, Νεολόγος 969
(18/30.3.1872) 3 (Πράβιον 7/19.3.1872).
[45]Για τα γεγονότα της εποχής βλ.
στο Μ. Γεδεών, Έγγραφα πατριαρχικά και
συνοδικά περίτου Βουλγαρικού Ζητήματος (1852-1873), Κωνσταντινούπολη 1908,
σ. 77-90.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου