Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

« ΄Αρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς …( Ο Θεός , δημιουργός του γάμου και της οικογένειας).


Το θέμα της οικογένειας στο οποίο καλούμεθα να εστιάσουμε στις απογευματινές αυτές συνάξεις της Μητροπόλεως μας, καθίσταται ιδιαίτερα επίκαιρο στην εποχή μας. Εποχή όπου η αξία του προσώπου μεταβάλλεται σε αριθμό, το ίδιο το πρόσωπο του ανθρώπου απαξιώνεται και η ζωή του ανθρώπου εξισώνεται με την ζωή ενός κατοικίδιου, χωρίς αυτό ασφαλώς να σημαίνει ότι απαξιώνουμε τα δημιουργήματα του Δημιουργού σε κάθε άλλη μορφή ζωής!
 
Η πρωτόλεια οικογένεια επιμαρτυρείται με την δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό ως Αδάμ έτσι όπως μας περιγράφει την δημιουργία του ανθρώπου το βιβλίο της Γενέσεως:  «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν»[1]. Ο Δημιουργός έπλασε και ενεφύσησε ώστε η κορωνίδα της Θείας Δημιουργίας δηλαδή ο άνθρωπος να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη με την ζώσα ψυχή  «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς»[2].

Η έννοια του γάμου, ενυπάρχει από την στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου. Στην Χριστιανική Δογματική ο γάμος, « δὲν εἶναι οὔτε ἁπλὴ σύμβασις, οὔτε ἁπλοῦς κοινωνικὸς θεσμός, ἀλλὰ θρησκευτικὸν μυστήριον»[3]. Στην ιερολογία του Γάμου όπως αυτή καθιερώνεται μεταγενέστερα ο γάμος αποτελεί την ανάγκη μιας άλλης δημιουργίας, με συνδημιουργό αυτή την φορά το δημιούργημα του Θεού, τον άνθρωπο. Η ανάγκη αυτή, είναι η διαιώνιση του ανθρωπίνου γένους μέσα από την τεκνογονία. Μέσα από αυτήν εκφράζεται το θέλημα του Θεού κάτι που πιστοποιείται με την φράση , «ὁ διὰ τὴν ἄφραστόν σου δωρεὰν καὶ πολλὴν ἀγαθότητα παραγενόμενος ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καὶ τὸν ἐκεῖσε γάμον εὐλογήσας, ἵνα φανερώσῃς ὅτι σὸν θέλημά ἐστιν ἡ ἔννομος συζυγία καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς παιδοποιΐα»[4]

Ασφαλώς η τεκνογονία δεν μπορεί να αποτελέσει την προϋπόθεση του γάμου δυο ανθρώπων, αφού «ἡ ἕνωση τῶν συζύγων, αὐτό, δηλαδή, πού καλοῦμε γάμο, γίνεται ἀπό ἀγαπητική ὁρμή˙ γίνεται γιά νά χαρεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο, γιά νά φανεῖ ὅτι ὁ ἕνας δἐχεται τόν ἄλλο καί δέ γίνεται ἁπλᾶ μέ τήν σκέψη νά κάνουν παιδιά. Ἄν ἐρωτήσουμε, γιά παράδειγμα, κάποια, γιατί παντρεύτηκε τόν ἄνδρα της, θά μᾶς ἀπαντήσει ὅτι τόν παντρεύτηκε γιατί τόν ἀγάπησε καί ἤθελε νά ἑνώσει τήν ζωή της μαζί του καί ὄχι γιατί ἤθελε νά κάνει μέ αὐτόν παιδιά»[5].  Μάλιστα, ο Ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζει ότι γονέας, δεν είναι αυτός που έφερε παιδιά στον κόσμο, αλλά εκείνος που κουράστηκε να τα μεγαλώσει και να τα αναθρέψει. Όχι το «τεκνοποιείν» αλλά το «τεκνοτροφείν» κάνει τον γονέα. «Γιατί δεν κάνει έναν άνθρωπο πατέρα το γεγονός και μόνο ότι συνετέλεσε να γεννηθεί παιδί, αλλά το να το διαπαιδαγωγήσει σωστά»[6].

Η έννοια λοιπόν της οικογένειας, θεσμοθετείται από τον ίδιο τον Θεό πρωτίστως για την διαιώνιση του είδους, για την αναπαραγωγή του ανθρωπίνου γένους. Όμως, δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός λόγος αυτός, δηλαδή η αναπαραγωγική εξέλιξη και διαιώνιση του είδους. Μέσα στο βιβλίο της Γεννέσεως, μια μικρή φράση μας αποκαλύπτει τον δεύτερο λόγο της ύπαρξης της οικογένειας. Στο 2ο λοιπόν κεφάλαιο και συγκεκριμένα στον 18ο στίχο ο Θεός- Δημιουργός «προβληματίζεται», για το αν μπορεί ο άνθρωπος ως μέρος της συνολικής δημιουργίας, να μείνει μόνος ή όχι[7]

Αυτή λοιπόν την δεύτερη ανάγκη της κοινωνίας του ενός ανθρώπου , του Αδάμ, με τον άλλο άνθρωπο, την Εύα, έρχεται ο ίδιος ο Θεός- Δημιουργός να την καλύψει. Η πρώτη λοιπόν μορφή οικογενείας, έχει να κάνει με τον Θεό ως Δημιουργό, τον άνθρωπο ως μέρος της δημιουργίας του Θεού αλλά και με το υπόλοιπο μέρος του συνόλου της Θείας Δημιουργίας μιας και «ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν»[8]

Η απλή ανάγνωση του κειμένου του βιβλίου της Γεννέσεως, μπορεί να προκαλέσει έντονο προβληματισμό στον αναγνώστη του ακόμα και επιφυλάξεις ως προς την αποδοχή του, αν δεν υπάρχει η συνδρομή της Πατερικής σοφίας , δηλαδή η αποσαφήνιση εν Αγίω Πνεύματι, όλων όσων με τρόπο ανθρωποκεντρικό περιγράφονται μέσα στο Θεόπνευστο κείμενο του πρώτου εκ των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, αφού ο Θεός λαμβάνει μορφή, δηλαδή εξανθρωπίζεται ώστε να θεώσει τον άνθρωπο. Αυτό επισημαίνει μέσα στην «Εξαήμερον» του ο Μέγας Βασίλειος όταν υπογραμμίζει ότι: «φυσικὰ δὲ τὴν μορφὴν πρέπει νὰ τὴν νοῶμεν θεοπρεπῶς, ὄχι εἰς σχῆμα σωματικόν, ἀλλ’ εἰς τὸ ἰδίωμα τῆς θεότητος»[9].

Ο Ιερός Χρυσόστομος, περιγράφοντας την έννοια του γάμου ως θεμελιώδους αρχής της οικογένειας, αναφέρει  πως, «μυστήριον ἀγάπης ἐστὶν ὁ γάμος. Γυνὴ γὰρ καὶ ἀνὴρ οὐκ εἰσιν ἄνθρωποι δύο, ἀλλὰ ἄνθρωπος εἷς ...[10]».  Η μοναδική αυτή ένωση των ψυχών των δύο ανθρώπων επέρχεται από την ένωση των δύο σωμάτων αφού «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν».  Ο βαθύνους Πατέρας της Εκκλησίας, υψώνει την φωνή του προασπιζόμενος την θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία ανθρώπων που ανδροκρατείται! Μιλά για τα δικαιώματα της γυναίκας όταν η ιδέα του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος ήταν ανύπαρκτη! Χαρακτηρίζει την σύζυγο, «συνοδοιπόρο και σύντροφο της ζωής και ελεύθερη και ισότιμη»  με τον άνδρα και μάλιστα δεν διστάζει να εγκαλέσει δημόσια τους συζύγους που απατούν τις γυναίκες τους[11]. Διατρανώνει την ισότητα μεταξύ άνδρα και γυναίκας, ελέγχει τους άνδρες όταν χειροδικούν προς αυτές και τέλος τους προσκαλεί να δείχνουν μιαν κάποια ανοχή στα τυχόν ελαττώματα των γυναικών[12].

Η κοινωνία των προσώπων μεταξύ τους ακολουθεί την κοινωνία του Θεού με τον ίδιο τον άνθρωπο. Στον προπτωτικό άνθρωπο η επικοινωνία του με τον Θεό-Δημιουργό, δεν είναι ένα άγνωστο σε εκείνον φαινόμενο. Η επικοινωνία αυτή, δεν διακόπτεται ακόμα και μετά την πτώση και την έξωση του από τον κήπο της Εδέμ όπου έθεσε «τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε[13]».

Ο Θεός – Δημιουργός , εμφυτεύει στους ανθρώπους την έλξη ανάμεσα τους, κάτι που εκ των πραγμάτων φέρνει κοντά τους ανθρώπους μεταξύ τους, αν και «οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται την έλξη προς το άλλο φύλλο χωρίς καν να σκέφτονται  ότι με την ένωση που επιδιώκουν συντελούν στην διαιώνιση του είδους»[14]. Το συναίσθημα μετατρέπεται σε ένστικτο και ο έρωτας ως προϋπόθεση αποδοχής του άλλου και αλληλοπεριχώρησης , γίνεται πλέον  μια πράξη με αρχή και τέλος. Χωρίς την εν Χριστώ αγάπη ο έρωτας φθίνει και χάνεται αφήνοντας πίσω του την στιγμιαία έλξη που δεν μπορεί ασφαλώς να κρατήσει για πολύ. Το συναίσθημα της αγάπης όμως και μάλιστα της αγάπης η οποία κατά τον Απόστολο Παύλο « μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, οὐ ζηλοῖ, οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ  πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει»[15], παραμένει πάντοτε ζωντανό.

Αντίθετα όμως, συν τω χρόνω, ο άνθρωπος επιλέγει την εσωτερική απομόνωση από την οποία ο Θεός θέλησε να τον απαλλάξει, κυρίως με την επιλογή του να προχωρήσει χωρίς Εκείνον που θέλησε να συνυπάρχει μαζί του, παρά το γεγονός πως ο Δημιουργός είναι άχρονος, σε αντίθεση με το δημιούργημα που γεννιέται, ζει και πεθαίνει μέσα στο χρόνο.

Αυτή την επιλογή του ο άνθρωπος την πλήρωσε πολύ ακριβά. Την επιλογή να ζήσει χωρίς Θεό! Μετέτρεψε τον κόσμο του σε κόλαση την οποία ο ίδιος βιώνει καθημερινά.  Μέσα στην οικογένεια όμως, εκεί όπου ο άνθρωπος προσλαμβάνει τις πρώτες εικόνες, τα πρώτα βιώματα στην ζωή του, που τον σημαδεύουν και τον ακολουθούν για πάντα, η απομάκρυνση και η εσωτερική απομόνωση του ενός από τον άλλον, μπορεί βαθμιαία να οδηγήσει σε « τάσεις και φαινόμενα που μπορούν να χαρακτηριστούν διαβρωτικά , διαλυτικά της συνοχής της σχέσης»[16].

Απομονωμένος, πληγωμένος και πολλές φορές απαξιωμένος από τους συνανθρώπους του, ο άνθρωπος γίνεται έρμαιο του εαυτού του, ερείπιο ψυχικό και σωματικό που ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να καταρρεύσει!  Ο άνθρωπος που αγνοεί τον εαυτό του, αγνοεί και τον Θεό , σκέψη παρμένη από τον σύγχρονο της εποχής μας Άγιο Νεκτάριο, « μια σχεδόν φροϊδική κατεύθυνση της συνείδησης που υποστηρίζει πως η αλήθεια που σώζει, ξεκινά από την βαθιά αυτογνωσία»[17].  Η ανάγκη της κοινωνίας των προσώπων δημιουργεί τις συνθήκες μιας εύρυθμης σχέσης μεταξύ τους , αφού « ο άνθρωπος αποχωρισμένος και απομονωμένος δεν είναι πλήρης, δεν είναι καν ο εαυτός του»[18].  

Το «οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον»[19], εις το οποίον ήδη αναφερθήκαμε δείχνει ότι η απομόνωση, «δηλαδή η έλλειψη επαφής με τους συνανθρώπους, είναι κάτι αφύσικο για την Π.Δ. και απόδειξη ότι δεν υπάρχει ζωή»[20].  Η απομόνωση περιγράφεται ως κατάσταση οδύνης μέσα στα Ιερά Κείμενα της Π.Δ. την οποίαν «δοκιμάζουν μορφές σαν του Ιώβ και του Ιερεμία, όταν διέρχονται μια εξαιρετικά σκληρή δοκιμασία»[21].

Ίσως τελικά, αυτό να είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση την οποία αντιμετωπίζει η σύγχρονη οικογένεια, η εσωτερική απομόνωση των μελών της η οποία ως τελικό αποτέλεσμα έχει την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής και την ολοκληρωτική διάλυση της οικογενείας. Θεωρούμε λανθασμένη την σκέψη ότι το διαζύγιο αποτελεί προσωπική υπόθεση των γονέων που θεμελιώνουν την έννοια της οικογενείας.

Στην περίπτωση ύπαρξης παιδιών, το διαζύγιο ξεπερνά τα δύο κυρίαρχα πρόσωπα δηλαδή τον άνδρα – πατέρα και την γυναίκα- μητέρα και φθάνει στα παιδιά μεταφέροντας ουσιαστικά την διατάραξη της σχέσης των δύο, σε αυτά. Το χειρότερο δε όλων σε αυτή την τραγική για μια οικογένεια εξέλιξη, είναι η δικαστική διεκδίκηση της κηδεμονίας των παιδιών, δηλαδή το γονεϊκό καθήκον, τίθεται σε νομικά πλαίσια μιας διαδικασίας κατά την οποία τρίτα πρόσωπα καλούνται να αποφασίσουν για την μετά το διαζύγιο των γονέων, ζωή των παιδιών. Δίκαια λοιπόν διατυπώνεται η σκέψη πως μετά από ένα διαζύγιο, τα δύο κυρίαρχα πρόσωπα «παύουν ουσιαστικά να είναι γονείς. Είναι πατέρας και μητέρα, όχι όμως γονείς, με την βαθύτερη έννοια του όρου»[22].

Ο Θεός θεμελιώνει την έννοια της οικογένειας στη ζωή του ανθρώπου. Του δίνει την ευκαιρία να εκτιμήσει τις ικανότητες του,  τις αντοχές του και κάνοντας χρήση της ελευθερίας της βουλήσεως με την οποία ο Ίδιος τον κατοχύρωσε να καταστεί δημιουργός και αυτός. Εξάλλου η ίδια η οικογένεια από μόνη της, είναι δημιουργία. Μέσα από αυτήν, η ένωση των δύο συζύγων  εμφαίνεται « κυρίως η προσπάθεια τους να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο να αναπτυχθεί (σ.σ η ένωση), με την οποία γίνονται συνδημιουργοί  ο ένας του άλλου, έτσι ώστε να μπορέσει ο καθένας να πραγματώσει τις δυνατότητες του»[23].

Η ανάπτυξη της συζυγικής αγάπης του άνδρα προς την γυναίκα, προϋποθέτει την αλληλοκατανόηση του ενός για τον άλλο πράγμα που σημαίνει ότι είναι απαραίτητη η μεταξύ τους επικοινωνία. Όταν αυτή η επικοινωνία εκλείψει τότε η συνοχή της οικογένειας διασπάται. Πόσο τραγικά αντιφατικό είναι το γεγονός, πως στην εποχή μας που η έννοια της επικοινωνίας μέσα από την σύγχρονη τεχνολογία έχει φέρει πιο κοντά τους ανθρώπους μεταξύ τους, είτε με την τηλεφωνική είτε με την διαδικτυακή μορφή της, παραταύτα οι άνθρωποι να μην μπορούν τελικά να επικοινωνήσουν ο ένας με τον άλλον κάτι που πρωτίστως παρατηρείται μέσα στην οικογένεια.

Θυμήθηκα τον λόγο του Σοφού Σολομώντα « Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη. Θαρσεῖ ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρός αὐτῆς»[24] και σκέφθηκα πόσο πιο δυνατή τελικά μπορεί να φανεί η γυναίκα απέναντι στον άνδρα. Σκέφθηκα πως οι παλιές σύζυγοι, μανάδες και γιαγιάδες κράτησαν οικογένειες σε χρόνια δύσκολα χωρίς τις σημερινές ανέσεις, με δυσκολίες πολλές αλλά κράτησαν οικογένειες, μεγάλωσαν παιδιά και φεύγοντας από αυτόν τον κόσμο έφυγαν ήσυχες με την συνείδηση τους πως έκαμαν το καθήκον τους απέναντι στο Θεό και στους ανθρώπους. Πάντοτε αναρωτιόμουν ποιο να ήταν άραγε το «μυστικό» αυτής της επιτυχίας τους;  

Διαβάζοντας τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, βρήκα κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον μέσα στα διαχρονικά αριστουργήματα του χαρισματικού του λόγου. Θέλησα λοιπόν σήμερα να το μοιραστώ μαζί σας στην κατακλείδα της αποψινής ομιλίας. Θα ήθελα να γνωρίζετε πως το κείμενο αυτό, που θα σας μεταφέρω μεταφρασμένο στην καθομιλουμένη, έχει γραφτεί τον 4ο μ.Χ. αιώνα από έναν άγαμο κληρικό τον μετέπειτα μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας μας Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό.

Το κείμενο απευθύνεται[25] σε μια πνευματική του θυγατέρα, (την Ολυμπιάδα), στην οποία και έστειλε αυτή την επιστολή ως «δώρο» για τον γάμο της, που μόλις είχε τελέσει. Ἡ επιστολή  αυτή αποτελεί το συναπάντημα της  Θεολογίας και της ψυχολογίας. Και πάνω απ΄ όλα δίνει στη σύζυγο πολύτιμες συμβουλὲς για έναν πετυχημένο γάμο. Με αυτό το υπέροχο σύντομο αλλά μεστό νοημάτων κείμενο θέλησα να κλείσω, αφού πρώτα ευχαριστήσω θερμά τον Ποιμενάρχη μας Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ιωαννίνων κ. Μάξιμο για την τιμητική αυτή ευκαιρία της σημερινής μας επικοινωνίας καθώς και εσάς για την προσοχή σας. Γράφει λοιπόν ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας μας: 
«Κόρη μου, στοὺς γάμους σου ἐγὼ ὁ πνευματικός σου πατέρας, ὁ Γρηγόριος, σοῦ κάνω δῶρο τοῦτο τὸ ποίημα. Καὶ εἶναι ὅ,τι καλλίτερο ἡ συμβουλὴ τοῦ πατέρα. Νὰ εἶσαι ἁπλή. Τὸ χρυσάφι, δεμένο σὲ πολύτιμες πέτρες, δὲν στολίζει γυναῖκες σὰν καὶ σένα. Πολὺ περισσότερο τὸ βάψιμο. Δὲν ταιριάζει στὸ πρόσωπό σου, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν παραποιῇς καὶ νὰ τὴν ἀλλάζῃς, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀρέσῃς. Γνώριζε  ὅτι αὐτὸ εἶναι φιλαρέσκεια καὶ νὰ μένῃς ἁπλὴ στὴν ἐμφάνιση. Τὰ βαρύτιμα καὶ πολυτελῆ φορέματα, ἂς τὰ φοροῦν ἐκεῖνες, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦν ἀνώτερη ζωή, ποὺ δὲν ξέρουν τί θὰ πῇ πνευματικὴ ἀκτινοβολία. Ἐσύ, ὅμως ἔβαλες μεγάλους καὶ ὑψηλοὺς στόχους στὴ ζωή σου. Κι αὐτοὶ οἱ στόχοι σοῦ ζητοῦν ὅλη τὴ φροντίδα κι ὅλη τὴν προσοχή. (...)
Μὲ τὸ γάμο, ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγάπη σου νὰ εἶναι φλογερὴ καὶ ἀμείωτη γιὰ κεῖνον, ποὺ σοῦ ῾δωσε ὁ Θεός. Γιὰ κεῖνον, πού ῾γινε τὸ μάτι τῆς ζωῆς σου καὶ σοῦ εὐφραίνει τὴν καρδιά. Κι ἂν καταλάβῃς πὼς ὁ ἄνδρας σου σὲ ἀγαπάει περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τὸν ἀγαπᾶς ἐσύ, μὴ κυττάξῃς νὰ τοῦ πάρῃς τὸν ἀέρα, κράτα πάντα τὴ θέση ποὺ σοῦ ὁρίζει   τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἐσὺ νὰ ξέρῃς ὅτι εἶσαι γυναίκα, ἔχεις μεγάλο προορισμό, ἀλλὰ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἡ κεφαλή. Ἄσε τὴν ἀνόητη ἰσότητα τῶν δύο φύλων καὶ προσπάθησε νὰ καταλάβῃς τὰ καθήκοντα τοῦ γάμου. Στὴν ἐφαρμογή τους θὰ δῇς πόση ἀντοχὴ χρειάζεται γιὰ ν᾿ ἀνταποκριθῇς, ὅπως πρέπει, σ᾿ αὐτὰ τὰ καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ πόση δύναμη κρύβεται στὸ ἀσθενὲς φύλο.
Θὰ ξέρῃς, πόσο εὔκολα θυμώνουν οἱ ἄνδρες. Εἶναι ἀσυγκράτητοι καὶ μοιάζουν μὲ λιοντάρια. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἡ γυναίκα πρέπει νὰ εἶναι δυνατότερη καὶ ἀνώτερη. Πρέπει νὰ παίζῃ τὸ ρόλο τοῦ θηριοδαμαστῆ. Τί κάνει ὁ θηριοδαμαστὴς ὅταν βρυχᾶται τὸ θηρίο; Γίνεται περισσότερο ἤρεμος καὶ μὲ τὴν καλωσύνη καταπραΰνει τὴν ὀργή. Τοῦ μιλάει γλυκὰ καὶ μαλακά, τὸ χαϊδεύει, τὸ περιποιεῖται καὶ πάλι τὸ χαϊδεύει κι ἔτσι τὸ καταπραΰνει (...)
Ποτὲ μὴ κατηγορήσῃς καὶ ἀποπάρῃς τὸν ἄνδρα σου γιὰ κάτι ποὺ ἔκανε στραβό. Οὔτε πάλι γιὰ τὴν ἀδράνειά του, ἔστω κι ἂν τὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἤθελες ἐσύ. Γιατί ὁ διάβολος εἶναι αὐτός, ποὺ μπαίνει ἐμπόδιο στὴν ὁμοψυχία τῶν συζύγων (...)
Νὰ ἔχετε κοινὰ τὰ πάντα καὶ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες. Γιατί ὁ γάμος ὅλα σᾶς τὰ ἔκανε κοινά. Κοινὲς καὶ οἱ φροντίδες, γιατί ἔτσι τὸ σπίτι θὰ στεριώση. Νὰ συμβάλλῃς ἐκφράζοντας τὴ γνώμη σου, ὁ ἄνδρας ὅμως ἂς ἀποφασίζη.
Ὅταν τὸν βλέπῃς λυπημένο, συμμερίσου τὴ λύπη του ἐκείνη τὴν ὥρα. Γιατὶ εἶναι μεγάλη ἀνακούφιση στὴ λύπη, ἡ λύπη τῶν φίλων. Ὅμως ἀμέσως νὰ ξαστεριάζῃ ἡ ὄψη σου καὶ νά ῾σαι ἤρεμη χωρὶς ἀγωνία. Ἡ γυναίκα εἶναι τὸ ἀκύμαντο λιμάνι γιὰ τὸ θαλασσοδαρμένο σύζυγο.
Νὰ ξέρῃς ὅτι ἡ παρουσία σου στὸ σπίτι σου εἶναι ἀναντικατάστατη, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἀγαπήσῃς  μ᾿ ὅλες τὶς φροντίδες τοῦ νοικοκυριοῦ. Νὰ τὸ βλέπῃς σὰν βασίλειό σου, καὶ νὰ μὴ συχνοβγαίνῃς ἀπὸ τὸ κατώφλι σου. Ἄφησε τὶς ἔξω δουλειὲς γιὰ τὸν ἄνδρα. Πρόσεχε τὶς συναναστροφές σου. Πρόσεξε τὶς συγκεντρώσεις, ποὺ πηγαίνεις. Μὴ πᾶς σὲ ἄπρεπες συγκεντρώσεις, γιατὶ εἶναι μεγάλος κίνδυνος γιὰ τὴν ἁγνότητά σου. Αὐτὲς οἱ συναναστροφὲς ἀφαιροῦν τὴν ντροπὴ κι ἀπ᾿ τὶς ντροπαλές, σμίγουν μάτια μὲ μάτια, κι ὅταν φύγῃ ἡ ντροπὴ γεννιοῦνται ὅλα τὰ χειρότερα κακὰ («αἰδὼς οἰχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων»).
Τὶς σοβαρὲς ὅμως συγκεντρώσεις μὲ συνετοὺς φίλους νὰ τὶς ἐπιζητῆς, γιὰ νὰ ἐντυπώνεται στὸ νοῦ σου ἕνας καλὸς λόγος, ἢ κάποιο ἐλάττωμα νὰ κόψῃς ἢ νὰ καλλιεργήσῃς τοὺς δεσμούς σου μὲ ἐκλεκτὲς ψυχές. Μὴ ἐμφανίζεσαι ἀνεξέλεγκτα σὲ ὁποιονδήποτε, ἀλλὰ στοὺς σώφρονες συγγενεῖς σου, στοὺς ἱερεῖς καὶ σὲ σοβαροὺς νεώτερους ἢ ἡλικιωμένους. Μὴ συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναῖκες, ποὺ ἔχουν τὸ νοῦ τους στὸ ἔξω, γιὰ ἐπίδειξη. Οὔτε ἀκόμα ἄνδρες εὐσεβεῖς, ποὺ ὁ σύζυγός σου δὲν θέλει στὸ σπίτι, ἂν καὶ σὺ τόσο πολύ τους ἐκτιμᾶς. Ὑπάρχει γιὰ σένα πιὸ ἀκριβὸ πράγμα ἀπὸ τὸν καλό σου σύζυγο, ποὺ τόσο ἀγαπᾶς;
Ἐπαινῶ τὶς γυναῖκες, ποὺ δὲν τὶς ξέρουν οἱ πολλοὶ ἄνδρες. Μὴ τρέχῃς σὲ τραπέζια κοσμικὰ καὶ ἂς εἶναι γιὰ γάμο ἢ γιὰ γενέθλια. Ἐκεῖ ἀνάβουν ἄνομοι πόθοι, μὲ τοὺς χορούς, τοὺς πήδους καὶ τὰ γέλια, τὴν ψεύτικη εὐχαρίστηση, ποὺ παραπλανεύουν ἀκόμη καὶ τοὺς ἁγνοὺς καὶ σώφρονες. Καὶ ἡ ἁγνότητα εἶναι τόσο λεπτὸ πράγμα! Σὰν τὸ κερὶ στὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου! Ἀπόφευγε ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι σου τὰ κοσμικὰ τραπέζια. Ἂν μπορούσαμε νὰ περιορίσουμε τὶς ὀρέξεις τῆς κοιλιᾶς, θὰ κυριαρχούσαμε στὰ πάθη μας.
Κράτα τὴν μορφή σου γαλήνια καὶ μὴ τὴν ἀλλοιώνῃς οὔτε μὲ μορφασμούς, ὅταν εἶσαι θυμωμένη. Στολίδια τ᾿ αὐτιὰ νἄχουν ὄχι μαργαριτάρια, ἀλλὰ ν´ ἀκοῦν καλὰ λόγια καὶ νὰ βάζουν γιὰ τὰ ἄσχημα λουκέτο στὸ νοῦ. Ἔτσι, εἴτε κλειστὰ εἶναι, εἴτε ἀνοιχτά, ἡ ἀκοὴ θὰ μένῃ ἁγνή.
Ὅσο γιὰ τὰ μάτια, εἶναι κεῖνα, ποὺ δείχνουν ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ψυχῆς. Ἂς σταλάζῃ ἁγνὸ κοκκίνισμα ἡ παρθενικὴ ντροπὴ κάτω ἀπὸ τὰ βλέφαρά σου καὶ ἂς προκαλῇ τὴ σεμνότητα καὶ τὴν ἁγνὴ ντροπὴ σὲ ὅσους σὲ βλέπουν καὶ σ᾿ αὐτὸν ἀκόμα τὸ σύζυγό σου. Εἶναι πολλὲς φορὲς προτιμότερο, γιὰ πολλὰ πράγματα, νὰ κρατᾷς κλειστὰ τὰ μάτια, χαμηλώνοντας τὸ βλέμμα.
Καὶ τώρα στὴ γλώσσα. Θἄχῃς πάντα ἐχθρὸ τὸν ἄνδρα σου, ἂν ἔχῃς γλώσσα ἀχαλίνωτη, ἔστω κι ἂν ἔχῃς χίλια ἄλλα χαρίσματα. Γλώσσα ἀνόητη βάζει, πολλὲς φορές, σὲ κίνδυνο καὶ τοὺς ἀθώους. Προτίμα κι ὅταν ἀκόμα ἔχῃς δίκιο, τὴ σιωπή. Εἶναι προτιμότερη γιὰ νὰ μὴ ριψοκινδυνεύσῃς νὰ πῆς ἕνα ἄτοπο λόγο. Κι ἂν ἔχῃς τὴν ἐπιθυμία νὰ λὲς πολλά, τὸ καλλίτερο εἶναι νὰ σωπαίνῃς.
Πρόσεχε ἀκόμα καὶ τὸ βάδισμά σου. Μετράει στὴ σωφροσύνη.
Καὶ τοῦτο πρόσεξε καὶ ἄκουσε: Μὴν ἔχῃς ἀδάμαστη σαρκικὴ ὁρμή. Πεῖσε καὶ τὸν ἄνδρα σου νὰ σέβεται τὶς ἱερὲς ἡμέρες. Γιατὶ οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
(...)
Ἂν ἀπὸ μένα τὸν γέροντα πῆρες κάποιο λόγο πνευματικό, σοῦ συνιστῶ νὰ τὸν φυλάξῃς στὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου. Ἔτσι μὲ ὅτι πῆρες ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἄκουσες καὶ μὲ τὴν ἠθική σου ἀνωτερότητα, θὰ θεραπεύσῃς τὸν ἐξαίρετο σύζυγό σου καὶ περίφημο πολιτικὸ ἄνδρα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια.
Αὐτὸ τώρα τὸ παρὸν δῶρο, κειμήλιό σου προσφέρω. Ἂν θέλῃς πάλι νὰ σοῦ εὐχηθῶ καὶ τὸ καλλίτερο, σοῦ εὔχομαι νὰ γίνῃς ἀμπέλι πολύκαρπο, μὲ τέκνα τέκνων, γιὰ νὰ δοξάζεται ἀπὸ περισσότερους ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὁποῖον γεννιόμαστε καὶ πρὸς τὸν Ὁποῖον πρέπει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ νὰ ὁδεύουμε».

                                                                Σας ευχαριστώ πολύ.


Ομιλία π. Θωμά Ανδρέου, Κυριακή 11-11-2018, Ι.Ν. Αγίας Μαρίνας πόλεως Ιωαννίνων.


[1] Γένεσις 2, 7.
[2] Ό.π.  1,27.
[3] Κ.Δ. Γεωργούλης, ΓΑΜΟΣ (Θρησκειολογία), Θ.Η.Ε., 4(1964), στ. 194-197.
[4] Ακολουθία του Γάμου, Μικρόν Ευχολόγιον, Αποστολική Διακονία , Αθήνα 2009, σ. 108.
[5] Ιερεμίου Φούντα, (αρχίμ) ΣΥΖΥΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΚΝΟΓΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/family/9.pdf σ.3.
[6] Λόγος περί της Άννης, Ομιλία 1, PG 54, 636.
[7] Γεν. 2,18.
[8] Γεν. 2,15.
[9] Χριστοφόρου Παπουτσόπουλου, (αρχιμ.), Η Εξαήμερος Δημιουργία κατά τον Μ. Βασίλειον , Σωτήρ, Αθήνα 1992, σ.196.
[10] Πρὸς Κολοσσαεῖς, Ὁμιλία ΙΒ, ΕΠΕ 22, 342.
[11] P.G., 51, 215-216
[12]  P.G., 62, 109-110
[13] Γεν. 2,8.
[14]Π. Κυριακίδη, Η Οικογενειακή σχέση, Ιωάννινα 2014 , σ. 15,
[15]Ά Κορ. 13, 4.
[16] Π. Κυριακίδη, ό.π. σ. 174.
[17] Μάρως Βαμβουνάκη, Η δυσκολία του πιο απλού, Οικογένεια σε κρίση, Ακρίτας, Αθήνα 2009, σ. 17.
[18] Φ. Φάρος (αρχίμ.)- Σ. Κοφινάς (ιερέας), Γάμος, Ακρίτας, Αθήνα 20096η, σ.25.
[19] Γεν. 2,18. 
[20] Φ. Φάρος- Σ. Κοφινάς, ό.π. σ. 30.
[21] Ό.π. σ.30.
[22] Π. Κυριακίδη, ό.π. σ.203.
[23] Φ. Φάρος- Σ. Κοφινάς, ό.π. σ.231.
[24] Πρμ. 29,10.
[25] Μετάφραση Ἀθηνάς Α. Καραμπέτσου, φιλολόγου, βλ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 31.3.2000, σελ. 3. Εξήφθη από το βιβλίο «ΓΑΜΟΣ - Πνευματικὸ Γυμναστήριο», Ἄρχ. Βασιλείου Π. Μπακογιάννη, Εκδόσεις: Νεκτ. Παναγόπουλος.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου