Τήν
Κυριακή, στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα πού θά ἀκούσουμε στίς ἐκκλησιές μας, δυό
πρόσωπα πρωταγωνιστοῦν μέσα στόν χῶρο τοῦ Ναοῦ. Δυό ἄνθρωποι τῆς διπλανῆς μας
πόρτας πού καί σήμερα καί πάντοτε θά ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας, ἕνας ἁμαρτωλός
τελώνης πού ἐκπροσωπεῖ τά ἑκατομμύρια τῶν ἁμαρτωλῶν πού ἔζησαν, ζοῦν καί θά
ζήσουν ἐπάνω στήν γῆ, καί ἕνας Φαρισαῖος, ἄνθρωπος τοῦ νόμου, εὐσεβιστής, πού
νομίζει ὅτι ἔχει ἐξασφαλίσει τήν σωτηρία του!
Πρόκειται γιά ἕνα πολύ μικρό σέ ἔκταση
κείμενο, μέσα στό ὁποῖο κρύβονται ὅμως μεγάλα καί ὑψηλά νοήματα.
Οἱ
δυό αὐτοί ἄνθρωποι τῆς διπλανῆς μας πόρτας κάλλιστα μπορεῖ νά εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Ἴσως, τό πρόσωπο τοῦ ἑνός ἤ τοῦ ἄλλου νά εἶναι ὁ δικός μας καθρέπτης.
Βρίσκονται καί οἱ δύο μέσα στόν Ναό. Ὁ ἕνας στό κέντρο τοῦ Ναοῦ στό σημεῖο ὅπου
μποροῦν νά τόν δοῦν ἀλλά καί νά τόν ἀκούσουν ὅλοι ὅσοι βρεθοῦν μέσα σέ αὐτόν.
Ὁ
Φαρισαῖος προσεύχεται ἐκφώνως: «εὐχαριστῶ σοί ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί των ἀνθρώπων,
ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ καί ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δίς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ
πάντα ὅσα κτῶμαι». Δεν λέει ψέματα! Αὐτά πού λέει τά πράττει. Εἶναι εὐσεβής, ἐλεήμων,
ἄνθρωπος πού νηστεύει. Μέ ἔμφαση διακηρύσσει ὅλα ὅσα κάνει γιά τόν Θεό. Μέ
τρόπο δεικτικό ξεχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τόν κρυμμένο σέ μιά γωνιά τοῦ Ναοῦ
τελώνη, πού γονατιστός καί δακρυσμένος ψιθυρίζει μόνο μιά φράση: « ὁ Θεός, ἰλάσθητι
μοί τῷ ἁμαρτωλῶ». Μία καί μόνο φράση πού συνοδεύεται ἀπό δάκρυα μετανοίας καί
λυγμούς πού ἐφελκύουν τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ
ἀνθρώπινη λογική, τά ἀνθρώπινα μάτια θά δικαίωναν τόν φαρισαῖο, καί ὁ ἴδιος ἐξάλλου
αὐτό πίστευε, μιᾶς καί εἰσερχόμενος στόν Ναό ἀναζητᾶ ὄχι τήν δικαίωση ἀλλά τήν
αὐτοδικαίωσή του! Εὐτυχῶς, ὅμως, πού ὁ Θεός οὔτε σκέπτεται ἀλλά οὔτε βλέπει μέ
τά μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Στά
μάτια τῶν ἀνθρώπων ὁ εὐσεβής εἶναι ὁ Φαρισαῖος, ὁ ἄνθρωπος πού δείχνει νά ἀγαπᾶ
τόν Θεό. Στήν πραγματικότητα ὅμως συμβαίνει τό ἀκριβῶς ἀντίθετο! Ὁ πραγματικά εὐσεβής
καί δικαιωμένος στά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ τελώνης! Καί τοῦτο, διότι ὁ Φαρισαῖος
μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀλλά ἀπαξιώνει τόν συνάνθρωπό του, αὐτοαπομονώνεται
καί ἀπομονώνει ταυτόχρονά τους ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν μπορεῖ νά φιλανθρωπήσει ἀπέναντι
στόν συνάνθρωπό του καί μέ δεικτικό τρόπο τόν ἀπομακρύνει ἀπό τόν δικό του
μικρόκοσμο, μέσα στόν ὁποῖο φαίνεται πώς κανείς ἄλλος δέν χωρᾶ ἐκτός ἀπό τόν ἴδιο.
Ὑψώνει τόν ἑαυτό τοῦ ἐπικίνδυνα ἀπέναντι στόν Θεό. Ἀγνοεῖ ὅτι, «πᾶς ὁ ὑψῶν ἐαυτόν
ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἐαυτόν ὑψωθήσεται».
Εὐτυχῶς,
λοιπόν, γιά ἐμᾶς πού ὁ Θεός «σκέπτεται» τελείως διαφορετικά ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Γιατί στήν «λογική» του Θεοῦ, ἡ ἀνθρώπινη σωτηρία περνᾶ μέσα ἀπό τό πρόσωπο τοῦ
ἄλλου, ἐκείνου πού πέφτει καί ταυτόχρονα σηκώνεται, ἐκείνου πού λαθεύει καί
ταυτόχρονα μετανιώνει. Ἐκείνου πού ζητᾶ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τήν αὐτοδικαίωσή
του! Ἐκείνου πού, κρυμμένος στό μισοσκόταδο τοῦ ναοῦ,
δακρύζει καί στενάζει ἀναζητώντας τόν δρόμο τῆς σωτηρίας…
π. Θωμάς Ανδρέου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου