Πριν λίγο καιρό, στο βιβλίο του Οσίου Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου για τον έτερο Μέγα Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, διάβασα την εξής φράση: Αποφάσισε ο Θεός να μεταφυτέψει το αμπέλι του και πήρε μαζί και τον αμπελουργό…
Και αυτό, ο πρόσφυγας Άγιος Παΐσιος που λίγων ημερών μωρό ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τους άλλους πρόσφυγες από τα ευλογημένα Φάρασα της Καππαδοκίας, το έγραψε για τον άλλον πρόσφυγα Άγιο συμπατριώτη του, τον Άγιο Αρσένιο που συντρόφεψε στο δρόμο του ξεριζωμού τους Φαρασιώτες στην Κέρκυρα όταν τους μετέφεραν εκεί και στις 40 ημέρες πέθανε και τάφηκε στο νησί του Ιονίου, αφού πρώτα σαν καλός αμπελουργός είχε βεβαιωθεί ότι το καλλίκαρπο αμπελάκι του είχε ριζώσει καλά!
Κάπως έτσι λοιπόν, γεννήθηκε η σκέψη για την σημερινή ομιλία με θέμα «πρόσφυγες Άγιοι της Εκκλησίας μας» η οποία πραγματοποιείται με την ευκαιρία που μας δίνει ο καλός μας Δεσπότης, με τις εσπερινές αυτές επετειακές ομιλίες αφιερωμένες στα ματωμένα χώματα της Μικρασίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Ανατολικής Θράκης. Να θυμηθούμε ότι φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον μαύρο Σεπτέμβρη του 1922 κατά τον οποίο η Ελλάδα είπε, Μικρασία Χαίρε….
Τότε που χάθηκαν 700 και πλέον χιλιάδες ψυχές αναζητώντας την σωτηρία τους στην προκυμαία της περιώνυμης πόλεως της Σμύρνης, στο Αϊβαλί, στα χιλιοτραγουδισμένα Βουρλά, στο Αϊδίνι και σ΄όλη την γη της Ιωνίας.
Γιατί, η προσφυγιά των ξεριζωμένων Ελλήνων έφερε μαζί πολιτισμό, ιστορία, παραδόσεις ήθη και έθιμα και κυρίως Αγιότητα! Αγιότητα μέσα από τις εκατοντάδες θαυματουργές εικόνες που έφεραν μαζί τους από τις αλησμόνητες Πατρίδες, τα Άγια σκεύη των Ναών τους, τα Άγια λείψανα των Αγίων και των μαρτύρων αλλά και την ζωντανή Αγιότητα στα πρόσωπα των προσφύγων Αγίων της εκκλησίας μας.
Όπως είναι ο Άγιος Παΐσιος που όπως είπαμε ολίγων ημερών ήρθε στην Ελλάδα, ο νονός του ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, η Αγία Σοφία η Χελιδόνα του Πόντου που ασκήτευσε και κοιμήθηκε στην Μονή της Παναγίας της Κλεισούρας, ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ποντιακής καταγωγής που από την Αργυρούπολη του Πόντου ήρθε στη Δράμα της Μακεδονίας και κοιμήθηκε στην Μονή Αναλήψεως στην Σίψα, ο άγιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης από το Λιβίσι της Μικρασίας που κοιμήθηκε στην Μονή Οσίου Δαυίδ στην Εύβοια.
Ήρθαν από τα ματωμένα χώματα των επτά αρχαίων εκκλησιών της Αποκάλυψης, από τις λυχνίες που για αιώνες φώτισαν τον κόσμο και «κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος» έσβησαν ξαφνικά, οι φωτοδότρες του Χριστιανισμού της καθ’ ημάς Ανατολής εν αναμονή της σάλπιγγας του Αγγέλου…
Οι εκκλησίες βεβηλώθηκαν, ερήμωσαν και τα μοναστήρια της Ρωμιοσύνης έπαψαν να μοσχοβολούν θυμίαμα και μελισσοκέρι. Οι ψαλμωδίες των αρχαίων μοναστών σίγησαν, τα σήμαντρα νεκρώθηκαν. Τα αρχοντικά των ανθρώπων, παρέμειναν πίσω για να δεχθούν άλλους νοικοκυραίους που έφυγαν ανταλλάξιμοι από την Ελλάδα και πήγαν στις επαύλεις των Ελλήνων βρήκαν τα κλειδιά κάτω από τις πόρτες και μπήκαν μέσα. Και οι άρχοντες της Μικρασίας που τα άφησαν πίσω, τα πατρογονικά αρχοντικά τους, βρέθηκαν ξάφνου σε προσφυγικούς καταυλισμούς σε σκηνές και παραπήγματα με κάποιους Έλληνες να τους φωνάζουν Τούρκους στην Ελλάδα, υποτιμητικά και ταπεινωτικά, αυτούς που υπερήφανοι άκουγαν τους Τούρκους που τους έδιωξαν από τη γη των προγόνων τους, να τους φωνάζουν: Έλληνες!
Έλληνες για τους Τούρκους και Τούρκοι για τους Έλληνες. Ίλεως γενού ημίν ο Θεός…
Και δεν έφτασαν όλα αυτά. Τράβηξαν και άλλα πολλά, «ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι» οι μαρτυρίες των ανθρώπων για όσα είδαν και έζησαν, για όσα τα μάτια τους είδαν αλλά τα χείλη δυσκολεύονται να περιγράψουν….
Σε αυτή την εθνική τραγωδία οι πρόσφυγες Άγιοι που ήρθαν από την Μικρασία, τον Πόντο, την Καππαδοκία και την Ανατολική Θράκη είναι πολλοί! Πάρα πολλοί! Δεν τους ξέρουμε όλους. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αυτό! Εμείς μπορεί να μην τους γνωρίζουμε, όμως τους ξέρει καλά ο Θεός!
Αυτοί οι Άγιοι που βγήκαν από τα ευλογημένα χώματα αυτών των πατρίδων που σήμερα εμείς αποκαλούμε αλησμόνητες. Ναι! Είναι αλησμόνητες αλλά ταυτόχρονα, αλησμόνητα είναι και τα όσα έζησαν οι πρόσφυγες αυτών των πατρίδων πριν ακριβώς 100 χρόνια. Και την αγιότητα αυτών των Πατρίδων μαρτυρά όχι μόνο η παρουσία των προσφύγων Αγίων που ήρθαν ζώντες στην Ελλάδα και αναπαύθηκαν σε αυτήν, αλλά και των στεφανηφόρων ηρώων της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας τα αγιασμένα λείψανα των οποίων, κάποια εξ αυτών άφθαρτα, μετέφεραν οι πρόσφυγες από εκείνους τους Αγίους Τόπους στην Ελλάδα, όπως του Αγίου Γρηγορίου από την Καρβάλη της Καππαδοκίας στην Νέα Καρβάλη της Καβάλας, του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου από το Προκόπι της Καππαδοκίας στο Νέο Προκόπι της Εύβοιας, του Αγίου Γεωργίου του Νεαπολίτη από το Νεβ Σεχίρ της Μικράς Ασίας πού φυλάσσεται στη Νέα Ιωνία Αττικής και άλλα.
Μέσα στο σχέδιο του Θεού ήταν και αυτό. Οι πρόσφυγες αδελφοί μας να μην μείνουν απαράκλητοι στον δρόμο του ξεριζωμού, στην δική τους οδό του μαρτυρίου. Η μεγάλη τους παρηγοριά στην θλίψη ήταν οι Άγιοι που τους συνόδεψαν ζώντες και κεκοιμημένοι!
Πώς να μπορέσουμε σήμερα εμείς να καταλάβουμε τι σημαίνει ξεριζωμός; Πώς σήμερα εμείς να φανταστούμε τα όσα έζησαν πριν από 100 χρόνους οι άνθρωποι που εκόντες άκοντες παράτησαν τα υποστατικά τους, τα χωράφια τους, το έχει τους για να σωθούν από τον όλεθρο της καταστροφής αυτοί και τα παιδιά τους; Ζήσαν με τις αναμνήσεις και πέθαναν με αυτές. Ακόμα και την ώρα της θανής τους, την χαμένη πατρίδα τους σκεφτόταν. Οι αρχαίες Εικόνες του Χριστού της Παναγίας και των Αγίων, καπνισμένες από το θυμίαμα, κρεμασμένες στα εικονοστάσια τους φωτισμένες από την ακοίμητη καντήλα του σπιτιού, ήταν αυτά που τους θύμιζαν την Πατρίδα. Αυτήν την Εικόνα την έφερε ο παππούς μου από την Πατρίδα, λένε με καμάρι τα εγγόνια τους σήμερα.
Περιγράφει λοιπόν στο διήγημα «Η προσφυγιά του Αγίου….» το θαυμαστό γεγονός της καθοδήγησης των μικρών παιδιών από τον Άγιο, ώστε να βρουν τους γονείς τους. Όταν εκδιώχθηκαν οι άνθρωποι από τον τόπο τους, πήραν μέσα από την Εκκλησία του χωριού τους το κιβούρι του Αγίου του προστάτη τους, μέσα στο οποίο υπήρχε το λείψανό Του. Είπαμε! Τι μπορούσαν να σώσουν; Τα σπίτια ή τα χωράφια τους από την καταστροφή; Τις Εικόνες και τα Άγια λείψανα κοίταξαν να περισώσουν. Προορισμός τους η μαρτυρική Σμύρνη, ώστε από κει να βρουν δρόμο για την Ελλάδα.
Μέσα στη χαλασιά και στην αντάρα και αφού είχαν μείνει οι γερόντοι και τα γυναικόπαιδα - μιας και οι άντρες χωρίστηκαν και δώσαν τόπο συνάντησης στη Σμύρνη ώστε να σωθούν από τα Αμελέ Ταμπουρού, τα γνωστά τάγματα εργασίας- , οι γερόντοι κουβαλούσαν τον Άγιο και όταν αυτοί κουράστηκαν τον πήραν στους ώμους τους οι γυναίκες.
Έπεσαν πάνω τους όμως οι Τσέτες οι άτακτοι πλιατσικολόγοι που έσπερναν το θάνατο στο πέρασμά τους. Και οι γυναίκες λέει για να αποφύγουν τον βιασμό και την ατίμωση απομακρύνθηκαν από τα παιδιά τους και υποσχέθηκαν να τα συναντήσουν στη Σμύρνη να ενωθούν όλοι μαζί. Και μείναν στο τέλος πρόσφυγες, ο Άγιος, τα παιδιά και οι γέροντες να οδεύσουν προς την Σμύρνη, στον τόπο που θα συναντιόνταν ξανά όλοι μαζί. Η συνάντηση τους ήταν στην Πούντα, συνοικία της Σμύρνης.
Όταν έφτασαν στην Σμύρνη είχε νυχτώσει. Πλέον το κιβούρι του Αγίου το σήκωναν τα μικρά παιδιά στους ώμους τους τρέχοντας να σωθούν μέσα από τη φλεγόμενη Σμύρνη που οι σφαγείς της, είχαν πυρπολήσει. Ξάφνου όμως τα μικρά παιδιά διαπίστωσαν πως δεν ήξεραν προς τα πού είναι η Πούντα! Ο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος! Τα παιδιά κρατώντας στους ώμους τους τον Άγιο ρώταγαν χωρίς να παίρνουν απόκριση από κανέναν: πού είναι η Πούντα;
Καμία απάντηση από κανέναν, ποιος εξάλλου θα απαντούσε τη στιγμή που προσπαθούσε να σώσει την ζωή του; Και τότε συνέβη το αναπάντεχο.
Απελπισμένα τα παιδιά, τρομαγμένα και μόνα τους ανάμεσα στις φλόγες και στο αλαφιασμένος πλήθος, έτρεχαν να σωθούν και τότε ένα από αυτά έστρεψε το βλέμμα του στον Άγιο και δυνατά του λέει: «Λοιπόν πού είναι η Πούντα;» Τότε έγινε το παράδοξο. Είδαν τον Άγιο να σηκώνει το χέρι του και να δείχνει προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση… Και έπειτα μαλακά το χαμήλωσε όπως χαρακτηριστικά γράφει η μακαριστή Γαλάτεια στο διήγημα της….
Έτσι ήταν οι πρόσφυγες Άγιοι. Συντρόφευαν τους ανθρώπους στο δρόμο του ξεριζωμού είτε ζωντανοί είτε αποθαμένοι. Αλλά έγιναν και ίδιοι οι πρόσφυγες μαζί με το λαό τους.
Και όταν φτάσαν στην Ελλάδα έχοντας χάσει όλο το βιός τους αλλά κρατώντας σφιχτά στα χέρια τους τις Άγιες Εικόνες τους και τα Άγια λείψανα από τον τόπο τους, άκουσαν με τρόμο κάποιους συμπατριώτες μας να βλασφημούν Χριστό και Παναγία και τόσο έφριξαν που ήθελαν να ξαναμπούν στα πλοία να γυρίσουν πίσω στο θάνατο!
Οι πρόσφυγες μαζί τους έφεραν την Αγιότητα από τον τόπο τους και πάνω σε αυτήν έχτισαν τις νέες πατρίδες τους. Μικρά Ασία, Πόντος, Καππαδοκία, Ανατολική Θράκη σμίχτηκαν και ζυμώθηκαν με τα χώματα της Μητροπολιτικής Ελλάδας. Γι αυτό ρίζωσαν και μεγαλούργησαν και ας τους φώναζαν οι δικοί μας Τούρκους.
Η προσφυγιά είναι δύσκολος δρόμος. αλίμονο σε όποιον πρέπει να τον διαβεί. Δεν είναι τυχαίο αυτό που έχει γραφτεί: ο πρόσφυγας, μια φορά χάνει την πατρίδα του και πατρίδα ξανά ποτέ δεν έχει! Όμως ο Θεός που τα επέτρεψε, φρόντισε στον Γολγοθά των ανθρώπων αυτών να υπάρχουν Κυρηναίοι! Αυτοί είναι οι πρόσφυγες Άγιοι! Για αυτούς θέλησα να σας μιλήσω σήμερα εκατό χρόνια μετά από τα γεγονότα.
Οι Άγιοι των αλησμόνητων ή αλύτρωτων και για κάποιους χαμένων πατρίδων έγιναν και οι ίδιοι πρόσφυγες από τον τόπο που γεννήθηκαν και έζησαν. Συντρόφεψαν τους πονεμένους ξεριζωμένους ανθρώπους στον πικρό δρόμο της προσφυγιάς τους. Πόνεσαν για την απώλεια της επίγειας πατρίδας τους. Όπως και να το κάνουμε και οι Άγιοι κάπου γεννήθηκαν, κάπου μεγάλωσαν, κάπου έζησαν και πέθαναν με την αγωνία της αναζήτησης της μελλούσης ποθεινής πατρίδας την οποίαν και τελικά κατέχτησαν.
Τράβηξαν τα πάνδεινα έως ότου φτάσουν στην Ελλάδα. Έχει διασωθεί αυτούσια η περιγραφή της μεταφοράς των προσφύγων το 1919 κατά την γενοκτονία των Ποντίων, με το πλοίο άγιος Νικόλαος, όπως την περιγράφει η Οσία ασκήτρια Σοφία της Κλεισούρας.
«Είχε μεγάλη θαλασσοταραχή· το καράβι της ομάδας τους κινδύνεψε πολλές φορές να βουλιάξει. Τελικά σώθηκαν. Ο καπετάνιος, κάνοντας τον σταυρό του, είπε: Κάποιον δίκαιο είχατε μαζί σας και σας έσωσε. Όλων τα μάτια τότε έπεσαν στην Σοφία, που απομονωμένη σε κάποια γωνιά του πλοίου, δεν σταμάτησε την προσευχή σ’ όλο το δύσκολο ταξίδι. Η διήγηση αυτή υπάρχει και σε μαγνητοταινία, όπου η ίδια αφηγείται το συμβάν.
– Τα κύματα γέμισαν αγγέλους και παρουσιάζεται η Παναγία.
– Θα χαθή ο κόσμος, λέει, γιατί είστε πολλά αμαρτωλοί.
– Παναγία μου, εγώ να χαθώ, γιατί εγώ είμαι η αμαρτωλή, να σωθεί ο κόσμος.
Το όνομα του καραβιού ήταν Άγιος Νικόλαος.
Όταν έφτασαν επιτέλους στην Ελλάδα, η ίδια η Παναγία της παρουσιάστηκε λέγοντάς της:
– «Να ’ρθεις στο σπίτι μου». Τότε η Σοφία την ρώτησε:
– Ποιά είσαι και που είναι το σπίτι σου;
– «Είμαι στην Κλεισούρα» ήταν η απάντηση!».
Στο βιβλίο « Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης», (εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος Βασιλικά- Θεσσαλονίκης, σ.σ. 24-31), περιγράφονται τα δεινά των Φαρασιωτών προσφύγων από την Καππαδοκία προς την Ελλάδα. Ο μικρός Αρσένιος Εζνεπίδης, ο μετέπειτα Άγιος Παΐσιος, βαπτίστηκε από τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον Ιερέα του χωριού, τον Χατζηεφεντή , ο οποίος και του έδωσε το όνομά του: Αρσένιος. Όταν έφτασε η αναγγελία της αναγκαστικής αναχώρησης των Φαρασιωτών, ο ευλαβής Ιερεύς των Φαράσων αποφάσισε να βαπτίσει όλα τα αβάπτιστα παιδιά, «για να μην πεθάνει κανένα αβάπτιστο στο μακρινό ταξίδι που είχαν να κάνουν».
Έτσι λοιπόν, 13 ημερών ο Άγιος Παΐσιος βαπτίστηκε στον τόπο του, πριν ξεκινήσει με όλους τους άλλους πρόσφυγες το ταξίδι προς την ελεύθερη Ελλάδα. Μαζί τους στο πικρό αυτό μονοπάτι, βάδισε και ο παπάς τους ο Άγιος Ιερεύς των Φαράσων, ο Χατζηεφεντής! Τους είχε προειδοποιήσει για την αναχώρησή του στον ουρανό σαράντα ημέρες αφότου έφτασαν στην Κέρκυρα. Κοιμήθηκε αφού πρώτα βεβαιώθηκε πως τα παιδιά του είχαν πλέον σωθεί!
Οι πρόσφυγες αγωνίστηκαν με πίστη, προσπαθώντας και καταφέρνοντας τελικά να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους από το απόλυτο τίποτα. Τα πάντα τα άφησαν πίσω στην πατρίδα που έχασαν, παίρνοντας μαζί τους τις αναμνήσεις μιας ολάκερης ζωής, ζυμωμένες με προσευχές, θυμιάματα και ψαλμωδίες μιας αγιασμένης ζωής σε αγιασμένα χώματα! Ο Θεός τελικά όπως ο ίδιος θέλησε έτσι και έγινε. Οι πρόσφυγες Άγιοι της Εκκλησίας μας, παρηγόρησαν τους ανθρώπους στο δράμα του ξεριζωμού τους. Τους συνόδευσαν στον Γολγοθά τους και έμειναν για πάντα μαζί τους.
Στις ιστορίες που διηγούνταν στα εγγόνια τους οι γιαγιάδες τα επόμενα χρόνια, πάντα είχαν να θυμηθούν περιστατικά που σχετίζονταν με τα άγια κειμήλια που έφεραν από τον τόπο τους στην Μητροπολιτική Ελλάδα. Την Ελλάδα που την σκέπτονταν σαν πατρίδα αγαπημένη και που δυστυχώς σε κάποιες περιπτώσεις τους αντιμετώπισε σαν εισβολείς και μάλιστα αλλόφυλους που ήρθαν να φάνε το ψωμί των παιδιών της… Αυτούς που στα δικά τους ματωμένα χώματα, ήταν νοικοκυραίοι άνθρωποι, με τα σπίτια τους και τα χωράφια τους, τις γεμάτες με του Θεού τ’ αγαθά αποθήκες τους και ξάφνου από τη μια στιγμή στην άλλη όλα τα χάσαν μα κράτησαν την πίστη τους στο Χριστό και τους Αγίους, τις Ιερές εικόνες τους και τα άγια λείψανα τους που τα κουβάλησαν μαζί τους για να θεμελιώσουν επάνω στην πέτρα που λέγεται Χριστός την νέα ζωή τους.
Εκατό χρόνια μετά από τα γενόμενα , ελάχιστοι πλέον έχουν απομείνει απ’ όσους τα έζησαν. Όπως η Μαγδαληνή Παυλίδου από τα Ούζαλα του Πόντου - γεννημένη στα 1915 - 107 ετών σήμερα, που ζει με τις αναμνήσεις του ξεριζωμού στο χωριό Χαριτωμένη της Δράμας. Διάβασα προ ημερών την διήγηση της σε ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών. Είδε τον πατέρα της να τον σκοτώνουν εμπρός στην Εκκλησία του χωριού της. Παρά την προχωρημένη ηλικία της θυμάται και περιγράφει τα όσα έζησε επτά ετών παιδί, ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή, το φως και το σκοτάδι, με τις σκληρές θύμησες να την συνοδεύουν στην μακρόχρονη ζωή της.
Εκατό χρόνια μετά, θυμόμαστε τα γεγονότα που στιγμάτισαν ανθρώπινες ζωές. Που έγιναν αιτία, χιλιάδες άνθρωποι να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να ζήσουν μακριά από τον τόπο που γεννήθηκαν. Εκατό χρόνια μετά, εμείς ερχόμαστε να κρατήσουμε την μνήμη ζωντανή! Να θυμηθούμε τι έζησαν οι πρόγονοί μας, στερούμενοι ό,τι με μόχθο και κόπο είχαν δημιουργήσει!
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, Ιωαννίνων Κ. Μάξιμος, θέλησε να αφιερώσει αυτές τις εσπερινές ομιλίες στο ζωντάνεμα της ιστορίας. Έτσι λοιπόν, διακεκριμένοι ομιλητές αφειδώλευτα μας πρόσφεραν τον κόπο της έρευνας τους ώστε να γνωρίσουμε άγνωστες πτυχές στα επιμέρους θέματα αυτού του τραγικού για την Ελληνική ιστορία γεγονότος που παρέμεινε για πάντα γνωστό ως: Μικρασιατική καταστροφή!
Στην σημερινή καταληκτική ομιλία, θελήσαμε να αναφερθούμε στους πρόσφυγες Αγίους της Εκκλησίας μας, σε αυτούς που γεννήθηκαν στα άγια χώματα των αλησμόνητων Πατρίδων και συνόδεψαν τους πρόσφυγες αδελφούς μας στο δρόμο του ξεριζωμού.
Το θέμα ήταν ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Όπως ξεχωριστό για την ιστορία μας ήταν και το δράμα των προσφύγων αδελφών μας. Ελπίζουμε πως στην περιγραφή των γεγονότων καταφέραμε έστω και ελάχιστα να δώσουμε στο ευγενικό ακροατήριο μας την ευκαιρία, οι θύμησες να ζωντανέψουν.
Οι πρόσφυγες Άγιοι της Εκκλησίας μας, θα μας θυμίζουν πάντοτε πως σε όλες τις δυσκολίες της ζωής μας, σε όλες τις δοκιμασίες, ακόμα και αν όλοι μας εγκαταλείψουν, ο Θεός είναι μαζί μας. Και «ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ υμών».
Σας ευχαριστώ πολύ.
* Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στην Κυριακή 22 Μαΐου 2022 στον Ιερό Ναό Αγίας Μαρίνης πόλεως Ιωαννίνων, με αφορμή την συμπλήρωση 100 ετών από την Μικρασιατική καταστροφή.
1 σχόλια:
Nice post thank you Edward
Δημοσίευση σχολίου